Η ζήτηση στο βιβλίο προσφορών της Εθνικής ξεπέρασε τα 6 δις
Χθες ήταν η καλύτερη έναρξη του πρώτου σταδίου της ιδιωτικοποίησης της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (HFS), το οποίο αφορά το ήμισυ του μεριδίου της στο μετοχικό μέρος.
Η ζήτηση από θεσμικούς επενδυτές ξεπέρασε την προσφοράς λίγα μόλις λεπτά μετά το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών στο εξωτερικό, ξεπερνώντας τα 6 δισ. ευρώ στο τέλος της ημέρας έναντι εσόδων 1 δισ. ευρώ που είναι ο στόχος του Ταμείου. Οι πληροφορίες δείχνουν ότι τα περισσότερα προήλθαν από εκπαιδευτικά προγράμματα με μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.
Εθνική Τράπεζα: Υπερεγγράφηκε το βιβλίο προσφορών που άνοιξε το ΤΧΣ
Με αυτά τα δεδομένα, οι συμμετέχοντες στην αγοράστρια εξετάζουν το ενδεχόμενο να πουλήσουν το 22% των τίτλων της τράπεζας σε εγγυημένη τιμή στο υψηλότερο εύρος που έχει ορίσει το ΤΧΣ, δηλαδή 5,44 ευρώ.
Σε αυτό το σενάριο, τα συνολικά έσοδα από τη συναλλαγή θα έφταναν το 1,1 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι είχε προηγηθεί τη Δευτέρα η μεταβίβαση του 9% της Alpha Bank στη UniCredit σε τιμή υψηλότερη από την αρχική προσφοράς, που σηματοδότησε την είσοδο στην ελληνική αγοράστρια μεγάλου ευρωπαϊκού ομίλου για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια.
Τα γεγονότα αυτά είχαν ως {αποτέλεσμα} σημαντική άνοδο στις τιμές όλων των τραπεζικών μετοχών στο ΧΑΑ και ο κλαδικός δείκτης αυξήθηκε κατά 5,93%.
Η επιθυμία των τραπεζών
Οι αναλυτές τονίζουν ότι η επιθυμία των επενδυτών να επενδύσουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα στις τρέχουσες αποτιμήσεις δεν είναι τυχαία. «Οι ελληνικοί όμιλοι, απελευθερωμένοι από τα βάρη του παρελθόντος για πρώτη φορά μετά από πάνω από μια δεκαετία κρίσης, έχουν ξεκάθαρη πορεία προς την εξαιρετικά κερδοφόρα παραγωγή, παρά τις προκλήσεις που θέτει το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον», τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι.
Τονίζουν επίσης τον καταλυτικό ρόλο της μείωσης του κινδύνου χώρας και κατ’ επέκταση την ελκυστικότητα των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων μετά την επιστροφή τους στην επενδυτική κατηγορία προς διεύρυνση της επενδυτικής βάσης.
Δυνατή απόδοση
Αυτή η προοπτική αντανακλάται στα αποτελέσματα εννεαμήνου που δημοσιοποίησαν τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα πριν από λίγες ημέρες. Έδειξαν όλα τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει σήμερα η εγχώρια βιομηχανία. Αυτά είναι τα εξής:
– Μακροοικονομικό περιβάλλον
Η Ελλάδα συνεχίζει να αναπτύσσεται με υψηλότερο ρυθμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με γνώμονα τις επενδύσεις. Η απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανασυγκρότησης και άλλα κοινοτικά και εθνικά αναπτυξιακά εκπαιδευτικά προγράμματα αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για περαιτέρω ανάπτυξη ιδεών της ελληνικής οικονομίας την επόμενη τετραετία. Σε τέτοιες συνθήκες, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν σημαντικές ευκαιρίες να αυξήσουν το ενεργητικό τους προς όφελος των μετόχων τους.
– Δείκτες ρευστότητας
Επί του παρόντος, οι τράπεζες έχουν πλεονάζουσα ρευστότητα για να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Η αναλογία δανείων προς καταθέσεις είναι κατά μέσο όρο 65%, ενώ στην Ευρώπη αγγίζει το 95%. Ως εκ τούτου, τα περιθώρια ενίσχυσης του δανειακού χαρτοφυλακίου και δημιουργίας εσόδων από τόκους είναι υψηλότερα.
– Δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά τους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας, τόσο οργανικά μέσω της κερδοφορίας τους όσο και μέσω της έκδοσης ομολόγων.
Μάλιστα, μέχρι στιγμής έχουν επιτύχει τα ορόσημα σχετικά με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις με γρήγορο ρυθμό και εργάζονται με πλήρη ώθηση για να επιτύχουν συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 27% έως το 2026.
– Δείκτες καθυστέρησης
Το ποσοστό των εκθέσεων των συστημικών ομάδων σε κίνδυνο έχει πλέον μειωθεί κατά μέσο όρο στο 5% από 49% όταν ξεκίνησε η κρίση.
Επί του παρόντος, ο κίνδυνος που σχετίζεται με τα χαρτοφυλάκια του ισολογισμού τους έχει μειωθεί σημαντικά. Και αυτό γιατί τα περισσότερα από αυτά χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, όταν οι προϋποθέσεις για την {αξιολόγηση} της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών τους ήταν εξαιρετικά αυστηρές.
Η ανθεκτικότητα των υφιστάμενων δανειοληπτών είναι εμφανής τους τελευταίους μήνες καθώς, παρά τη σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού στη ζώνη του ευρώ, ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίζει να μειώνεται και οι ροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές μέχρι σήμερα.
Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο σημαντικής αύξησης των δικών τους ποσοστών εγκληματικότητας δεδομένων λόγω του υψηλότερου κόστους χρήματος.
– Δείκτες αποδοτικότητας
Στην Ελλάδα, η αύξηση των επιτοκίων ώθησε την οργανική κερδοφορία των τραπεζών στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πολλά χρόνια. Αφενός, τα περισσότερα δάνεια συνεχίζουν να αποπληρώνονται κανονικά, παρά το αυξημένο κοστούς, γεγονός που αυξάνει τα έσοδα από τόκους. Από την άλλη πλευρά, τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων έχουν αυξηθεί πολλαπλάσια καθώς οι αποταμιευτές διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των ρευστών αποθεμάτων τους σε έντοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης.
Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε επενδυτικά προϊόντα που παράγουν προμήθειες έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ αυξάνονται και τα έσοδα από ηλεκτρονικές συναλλαγές, γεγονός που δείχνει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Το οικονομικό έτος 2023 αναμένεται να κλείσει με καθαρά κέρδη κοντά στα 4 δισ. ευρώ, με τους δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων να υπολογίζονται κατά μέσο όρο στο 15%.