Σημεία «κλειδιά» και αλλαγή στις προβλέψεις ενόψει των ανησυχητικών διεθνών και ευρωπαϊκών συνθηκών
Η αρχική υπερβολική αισιοδοξία της κυβέρνησης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας δίνει τη θέση της σε «υποκοπτόμενες» προοπτικές στο πνεύμα των εξελίξεων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο {επίπεδο}. Όπως προκύπτει, μια σειρά από αβεβαιότητες θα συνοδεύουν την ελληνική οικονομία όλο το 2024, καθώς οι συνθήκες που επικρατούν εγείρουν μια σειρά από ερωτήματα στα οποία θα κληθεί να απαντήσει η ελληνική κυβέρνηση.
Ο επενδυτικός βαθμός μπορεί να δώσει πόντους για την ελληνική οικονομία και υπάρχει ανοιχτό πεδίο για επενδύσεις όπως φάνηκε στο London Roadshow, ωστόσο ενδέχεται να απαιτηθούν ορισμένα στοιχεία όπως φαίνεται από συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για την τρέχουσα αναθεώρηση του προβλέψεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (έως 2,5% το 2024 από το «προηγουμένως» «καταγεγραμμένο» 3%), ενώ η κυβέρνηση στο τελικό λογοτεχνία του προϋπολογισμού προβλέπει 2,9% (από 3% στο προσχέδιο).
Ωστόσο, στην ίδια «γραμμή» ακολουθούν και νέες, επικαιροποιημένες προβλέψεις του ΟΟΣΑ που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα, εκτιμώντας ότι η ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ θα «πέσει» στο 2% το επόμενο έτος από 2,4% φέτος. Ωστόσο, η ανάλυση κειμένου ευαισθησίας που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό του 2024 δείχνει ότι μια μείωση κατά 1 μονάδα του ελληνικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε δημοσιονομική επιβάρυνση 1,13 δισ. ευρώ, ή 0,5%.
Ελληνική οικονομία: ένα εκρηκτικό κοκτέιλ χαμηλών μισθών και ακρίβειας
Εκτός από την προοδευτικότητα και των δύο πολέμων και τη συνεχώς ανοιχτή πιθανότητα αναζωπύρωσης της ενεργειακής κρίσης, πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας (συμπεριλαμβανομένης της «επιβράδυνσης της αύξησης του ΑΕΠ») και την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και των τόκων. πολιτική επιτοκίων που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε κάθε {περίπτωση}, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Υπερβολική αισιοδοξία στις επενδύσεις
Οι επενδύσεις είναι βασικό ζήτημα, αλλά και η ζήτηση. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει θέσει φιλόδοξο επενδυτικό στόχο κόστους 12,17 δισ. ευρώ το 2024, επίπεδα πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία ακόμη και πριν από τα μνημόνια. Σύμφωνα με το λογοτεχνία του προϋπολογισμού, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν πάνω από 15% και το επόμενο έτος. Αυτός είναι ένας από τους πιο αισιόδοξους στόχους για την επόμενη χρονιά.
Οι επενδυτικοί πόροι του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα πρέπει να αυξηθούν σε 12,167 δισ. ευρώ το 2024 από 10,822 δισ. ευρώ το 2023. 8,55 δισ. ευρώ δαπανών το 2024 θα προέλθουν από το εθνικό και συγχρηματοδοτούμενο μέρος και 3,62 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανασυγκρότησης. Το 2024 η ετήσια επενδυτική δυναμική θα πρέπει να ανέλθει στο 15,1%. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο προϋπολογισμός για το 2023 προέβλεπε και επενδύσεις 15%, και τελικά η υλοποίηση φτάνει μόλις το 6%.
Προβλήματα στο Ταμείο Ανασυγκρότησης
Τα παραπάνω σχετίζονται με την πορεία απορρόφησης κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ωστόσο, οι προβλέψεις για φέτος προβλέπουν {αποτέλεσμα} χαμηλότερο από 1,5 δισ. ευρώ, κάτι που δεν είναι μόνο ενθαρρυντικό. Αναμένεται ότι φέτος, αντί του στόχου των 3,66 δισ. ευρώ, οι δαπάνες θα ανέλθουν σε κάτι περισσότερο από 2 δισ. ευρώ (οι δαπάνες για το 2022 ανήλθαν σε 2,843 δισ. ευρώ, ο στόχος για το 2023 ανήλθαν σε 3,662 δισ. ευρώ με νέα αποθεματικά 2,072 ευρώ δισεκατομμύρια ευρώ). Ο στόχος για το 2024 έχει τεθεί επίσημα στα 3,617 δισεκατομμύρια ευρώ και υπουργικές πηγές λένε ότι φιλοδοξούν σε ακόμη υψηλότερα μεγέθη.
Η δαπάνη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για το 2024 ανέρχεται σε 8,55 δισ. ευρώ, με την κατανομή των συνολικών δαπανών μεταξύ έργων που χρηματοδοτούνται από κονδύλια της ΕΕ ανέρχονται σε 6,5 δισ. ευρώ και εκείνων που θα χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους ύψους 2,05 δισ. ευρώ. Οι εθνικοί πόροι ενισχύθηκαν καθώς 250 εκατομμύρια διατέθηκαν για πληρωμές έργων και 350 εκατομμύρια για φυσικές καταστροφές.
Ανησυχία για τις εξαγωγές
Οι εξαγωγές αποτελούν επίσης σημαντικό στοιχείο του ελληνικού ΑΕΠ και το «φρένο» στην ευρωπαϊκή οικονομία αποτελεί σήμα απειλής για τους Έλληνες εξαγωγείς. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ελληνικών εμπορευμάτων (εκτός πετρελαίου) μειώνονται για πρώτη φορά μετά την πανδημία, σημειώνοντας ετήσια μεταβολή -1% σε αποπληθωρισμένη βάση το τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου 2023 (-2,7% σε ονομαστικούς όρους). Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 6,2% σε τρέχουσες τιμές (-2,2% σε σταθερές τιμές) στο {επίπεδο} του 9μηνου του 2023.
Ως εκ τούτου, δικαιολογούνται οι ανησυχίες για μια δύσκολη συνέχεια, αν και οι παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι οι ελληνικές εξαγωγές έχουν επιδείξει ανθεκτικότητα παρά τις διαδοχικές και συνεχιζόμενες κρίσεις. Ωστόσο, το τελικό λογοτεχνία του προϋπολογισμού του 2024 προβλέπει αύξηση των εξαγωγών για την επόμενη χρονιά κατά 5,6%, που, αν συμβεί αυτό, θα αποδειχθεί σημαντική για την ανάπτυξη της Ελλάδας.
Προκλήσεις για τον τουρισμό
«Κρίσιμη» αναμένεται η πορεία του τουρισμού της επόμενης χρονιάς. Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, συνάγεται το καταλήγοντας ότι τα πρώτα σήματα από την τουριστική αγοράστρια για το 2024 είναι θετικά – αεροπορικές εταιρείες και tour operators συνεχίζουν να περιλαμβάνουν τη χώρα μας στα σχέδιά τους για το 2024 και οι τουρίστες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, πηγαίνουν σε επιλεγμένους προορισμούς . Ταυτόχρονα, βέβαια, οι προκλήσεις στη σκακιέρα του τουρισμού παραμένουν πολλές και τρομερές, γεγονός που προσθέτει ένα στοιχείο αβεβαιότητας στις όποιες προβλέψεις.
Αντίστοιχα, οι προβλέψεις είναι ευνοϊκές και για τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, ο οποίος προβλέπει ακόμη μεγαλύτερη κίνηση τους πρώτους μήνες του νέου έτους χάρη στην ενίσχυση των συνδέσεων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η τελευταία μελέτη «Business Trends» της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας δείχνει επίσης ότι οι θετικές παράμετροι του ρυθμού τουρισμού το 2024. Σημειώνοντας ότι τα έσοδα και οι αφίξεις φέτος θα φτάσουν σε επίπεδα ρεκόρ -13% και 4% περισσότερα από το 2019- πρεσβεύει πίσω από ένα πρώιμο σήμα ζήτησης για το 2024, καθώς οι κρατήσεις πτήσεων τον περασμένο μήνα υπερβαίνουν τα επίπεδα τόσο του 2019 (+37%) όσο και του 2022 (+34%).
Ωστόσο, οι προκλήσεις και τα αστέρια παραμένουν, υπογραμμίζοντας τη ρευστή φύση της ταξιδιωτικής βιομηχανίας και την πεποίθηση των φορέων ότι η καλή απόδοση δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού. Αυτές περιλαμβάνουν πληθωριστικές πιέσεις, που θα μπορούσαν να μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των ταξιδιωτών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μειωμένα ταξίδια ή μείωση των μέσων δαπανών, και ασταθείς γεωπολιτικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων δύο πολέμων που μαίνεται στην ευρύτερη περιοχή, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας. .
Το «αγκάθι» του πληθωρισμού
Διαρκές «αγκάθι» παραμένει η εκρηκτική κατάσταση με ακρίβεια. Οι επικαιροποιημένες προβλέψεις της ΤτΕ δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα είναι σε χαμηλότερη τροχιά. Η προκαταρκτική κρίση για το 2023 παραμένει στο 4,3%, αλλά ο πληθωρισμός φαίνεται τώρα ότι θα μειωθεί στο 3,5% το 2024 (2,6% στον προϋπολογισμό του 2024) και στο 2,2% το 2025 αντί για 3,8% και 2,3%, αντίστοιχα, όπως αναμενόταν στο προηγούμενο προβλέψεις. Ωστόσο, τα παραπάνω σημαίνουν συνεχιζόμενη ακρίβεια για τα επόμενα 2 χρόνια, με τον πληθωρισμό να παραμένει πάνω από το όριο του 2% που έχει ορίσει η ΕΚΤ.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι θα μειωθεί αργά λόγω των μισθολογικών πιέσεων εν μέσω ελλείψεων εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της Eurostat, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί από 4,3% κατά μέσο όρο φέτος σε 2,8% το 2024 και περαιτέρω σε 2,4% το 2025. Διαρθρωτικός πληθωρισμός – που δεν περιλαμβάνει ενέργεια, τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό τιμές – αναμένεται να μειωθούν από 5,7% φέτος σε 3,2% το 2024 και 2,5% το 2025. Όσον αφορά τους μισθούς, σημειώνει ότι το δεύτερο τρίμηνο φέτος αυξήθηκαν κατά 4,3% σε ετήσια βάση.
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει επίσης ότι εάν ο πληθωρισμός συνεχιστεί, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. «Ο πιο επίμονος πληθωρισμός ή περαιτέρω διαταραχές της ενέργειας και του εφοδιασμού αποτελούν βασικούς κινδύνους και θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανάπτυξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων», σημειώνει.
Οι τιμές των τροφίμων είναι επίσης μεγάλο προβληματισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Οκτώβριο η Ελλάδα κατέγραψε την ταχύτερη αύξηση των τιμών των τροφίμων και ποτών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση – σύμφωνα με τα επίσημα τελικά στοιχεία της Eurostat, που δείχνουν αύξηση του σχετικού δείκτη στην Ελλάδα κατά 10,4% (από αύξηση 9,7% καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο ) και σε σύγκριση με μέση αύξηση 7,6% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 7,5% στη ζώνη του ευρώ.