Η σημερινή συμφωνία, «αγκάθια» και προσδοκίες της ελληνικής πλευράς
Οι χαμηλές προσδοκίες σχετικά με την τελική συμφωνία για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ τροφοδοτούνται από τη σημερινή εξ αποστάσεως συνάντηση Ecofin, η οποία αντιμετωπίστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον από την Ελλάδα. Αν και δεν συνηθίζεται να λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις μέσω τηλεδιάσκεψης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η διαδικασία θα ολοκληρωθεί στα σημεία της συμφωνημένης επανεξέτασης. Ωστόσο, εάν η συζήτηση δεν ολοκληρωθεί, είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί δεύτερη έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ecofin τον ερχόμενο Ιανουάριο. Και όλα αυτά φυσικά για να διαμορφωθεί η πρόταση που θα παρουσιαστεί σε έκτακτη Σύνοδο Κορυφής τον ίδιο μήνα για να ληφθεί η τελική απόφασης.
DBRS: Χαμηλώνει τον πήχη της ελληνικής ανάπτυξης το 2024
Οι προσδοκίες της Ελλάδας
Η ελληνική πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χαζτζιδάκη, ενδιαφέρεται να μην ενταχθούν στο έλλειμμα οι αμυντικές δαπάνες εάν η χώρα βρεθεί σε κατάσταση υψηλού ελλείμματος. Υπάρχει κάποια απόσταση όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες και τη συμπερίληψή τους στον υπολογισμό των ποσών του προϋπολογισμού. Και αυτό γιατί η γερμανική πλευρά υποστηρίζει ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε {περίπτωση} απειλής για το κράτος και αναγκασμού του σε πρόσθετα αμυντικά έξοδα που δεν προέβλεπε ο μεσοπρόθεσμος {σχεδιασμός} του. Να σημειωθεί πάντως ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει εκφράσει δημόσια την πρότασή της για το ποια θα πρέπει να είναι η τελική απόφασης του Συμφώνου Σταθερότητας, που αποτελεί αντικείμενο κριτικής προς το Μέγαρο Μαξίμου, που δίνει πάντα τον τόνο.
Για το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο είναι σταθερό μέχρι το 2032, θα πρέπει να εισαχθεί μια συγκεκριμένη διάταξη με βάση τη συμφωνία του 2018. Κι αυτό γιατί η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι θα υπάρξει απότομη αλλά έκτακτη αύξηση του δημόσιου χρέους στο ύψος των , καθώς η περίοδος του λεγόμενου. μεσοπρόθεσμα μέτρα για τη ρύθμιση του χρέους της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι τα παραπάνω δεν πρέπει να αντικατοπτρίζονται στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε κάθε {περίπτωση}, να υπενθυμίσουμε ότι η συμφωνία του 2018 προέβλεπε και την υλοποίηση μακροπρόθεσμων δράσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να υλοποιηθούν από το 2032 βάσει απόφασης του Eurogroup.
Πού έχουν καταλήξει μέχρι τώρα;
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι 27 χώρες έχουν συμφωνήσει μέχρι στιγμής να διατηρήσουν αμετάβλητους τους αρχικούς στόχους τους για το έλλειμμα και το χρέος για να αποφευχθεί μια επώδυνη αλλαγή της συνθήκης.
Το συμφωνηθέν λογοτεχνία (με τα μέχρι στιγμής δεδομένα) προβλέπει ετήσια μείωση του χρέους κατά 1% για τις χώρες που υπερβαίνουν το 90% του ΑΕΠ και 0,5% για τα κράτη μέλη των οποίων το χρέος κυμαίνεται από 60% έως 90% του ΑΕΠ. Τα παραπάνω οδηγούν σε έλλειμμα στόχο 1,5% στην πρώτη {περίπτωση} και 2% στη δεύτερη {περίπτωση}.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επανεξετάσει τις δαπάνες και θα καθορίσει εάν οι χώρες έχουν συσσωρεύσει ετήσιες αποκλίσεις άνω του 0,5% ή 0,75% κατά την τετραετή περίοδο προσαρμογής. Σε {περίπτωση} υπέρβασης αυτών των ορίων, η Επιτροπή κινεί διαδικασία επιβολής κυρώσεων.
Ένα από τα υπάρχοντα κολλήματα αφορά την αρνητική θέση επτά χωρών, οι οποίες αντιτίθενται σθεναρά στην αφαίρεση των τόκων του χρέους από τους υπολογισμούς του ελλείμματος. Οι Κάτω Χώρες, η Φινλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία φαίνεται ότι αντιτάχθηκαν στην αφαίρεση των τόκων του χρέους κατά τον υπολογισμό της διόρθωσης.
Όπως μπορείτε να δείτε, όλα τα παραπάνω ισχύουν άμεσα και για την Ελλάδα. Η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι το νέο μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας.