ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Fioreti (ESM) – Φόρουμ Δελφών: Η έλλειψη ανταγωνισμού είναι αδυναμία των ελληνικών τραπεζών

Οι τράπεζες έχουν εξελιχθεί και είναι σταθερές, αλλά πρέπει να εκσυγχρονιστούν και να βρουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα, τόνισε ο επικεφαλής του ESM.

Ο επικεφαλής του ESM, Paolo Fioretti, εντόπισε την «πραγματική αδυναμία των ελληνικών τραπεζών» στην έλλειψη ανταγωνισμού σε πάνελ αφιερωμένη στον ελληνικό τραπεζικό τομέα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο πλαίσιο του 9ου Οικονομικού Φόρουμ στους Δελφούς.

«Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας στην Ελλάδα είναι γνωστός και σημαντικότητα», είπε ο κ. Fioretti, εξηγώντας ότι «χρηματοδότησε τα τρία τελευταία εκπαιδευτικά προγράμματα και είμαστε πλέον εταίρος της Ελλάδας. Μας ενδιαφέρει η επιτυχίας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας».

Δήλωσε ικανοποιημένος από τη λειτουργία του τραπεζικού κλάδου, σημειώνοντας ότι «οι τράπεζες είναι πολύ ισχυρότερες και πιο ανθεκτικές σε όλους τους δείκτες. Υπάρχουν κάποιες ελλείψεις που μπορούν να διορθωθούν».

Παράλληλα, σημείωσε: «Το πελατολόγιο έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Η ζήτηση έχει αλλάξει και η προσφοράς προϊόντων είναι ακόμα παλιά. Είναι δύσκολο για τις τράπεζες να βρουν καλούς πελάτες στους οποίους μπορούν να χορηγήσουν δάνεια. Οι τράπεζες έχουν εξελιχθεί και είναι σταθερές, αλλά πρέπει να εκσυγχρονιστούν και να βρουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα».

Από την πλευρά της, η κ. Χριστίνα Τορελά, Επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων της FitchRatings, σχολίασε την επενδυτική {αξιολόγηση} της Ελλάδας, δηλώνοντας ότι «η αύξηση της επενδυτικής αξιολόγησης της Ελλάδας ήταν ένα πολύ θετικό βήμα για τις τράπεζες που εξακολουθούν να έχουν χαμηλή {αξιολόγηση}. Είναι επίσης σημαντικό να θυμάστε ότι υπάρχει η πιθανότητα ακόμη μεγαλύτερης ανάπτυξης. Βλέπουμε την πρόοδο των ελληνικών τραπεζών. Το κοστούς του κινδύνου μειώνεται».

Ερωτηθείσα πάντως για την εξωστρέφεια των ελληνικών τραπεζών, σημείωσε ότι «είναι περισσότερο για το τι συμβαίνει στην εγχώρια αγοράστρια. Βλέπω ευκαιρίες σε συνεργασίας με εξειδικευμένους συνεργάτες όπως ασφαλιστικές εταιρείες. Υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης σε αυτούς τους τομείς, καθώς σχετίζεται με τη βιωσιμότητα και το επιχειρηματικό μοντέλο. Μπορεί να φαίνονται προς τα έξω, αλλά έχουν θέση και στην ελληνική αγοράστρια».

«Οι ελληνικές τράπεζες υφίστανται μια τεράστια αναδιοργάνωση. Αυτό δημιουργεί κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση και τα καλύτερα αναμενόμενα αποτελέσματα. Πιστεύω ότι οι ελληνικές τράπεζες θα τα πάνε καλά εάν διατηρήσουμε μια σταθερή μερισματική πολιτική», δήλωσε ο Γιώργος Τρυφινόπουλος, διευθυντής στρατηγικής στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Και πρόσθεσε: «Χρειαζόμαστε μεγαλύτερες τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει ανταγωνισμός. Θα πρέπει να επικεντρωθούν στα επιχειρηματικά τους μοντέλα».

Ο κ. Κώστας Σαραφόπουλος, Chief Investment Officer στην Alpha Bank, μίλησε για τις πολύ μικρές καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών.

«Το {επίπεδο} των καταθέσεων ήταν πολύ χαμηλό. Κυρίως στην Ελλάδα είναι υποπροϊόν της βάσης. Οι περισσότεροι λογαριασμοί ταμιευτηρίου στην Ελλάδα έχουν ποσό 4.000 – 5.000 ευρώ. Ένας λογαριασμός με αυτό το ποσό χρησιμοποιείται για καθημερινά έξοδα, για ρευστότητα, όχι για αποταμίευση. Οι τράπεζες συνεργάζονται με την κυβέρνηση για να εξασφαλίσουν καλά επιτόκια για κάθε νοικοκυριό. Από την αρχή υπήρξε καλή συνεργασίας και κατανόησης.

Το 4% είναι αριθμός. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός θα αυξήσει επίσης το κοστούς. Ένα επιτόκιο 2,5% είναι πολύ καλό επιτόκιο για μια οικονομία όπως η Ελλάδα. Αρχικά, μπορεί να παρατηρήσουμε μια μικρή πτώση της κερδοφορίας. Μόλις σταθεροποιηθούν τα επιτόκια, τα προϊόντα επόμενης γενιάς θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση βιώσιμης κερδοφορίας στο μέλλον».

Η κ. Μαρία Νεφέλη Μπερνίτσα, εταίρος στη Νομική Μπερνίτσας, συνέστησε αισιοδοξία, εξηγώντας: «Αυτό που συνέβη τα τελευταία 10 χρόνια πρέπει να μας κάνει αισιόδοξους γιατί υπάρχει αύξηση του ανταγωνισμού. Υπάρχει ζήτηση, η οικονομία πάει καλύτερα, μάθαμε από τα λάθη του παρελθόντος. Πριν από την οικονομική κρίση, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, οι ρυθμιστικές αρχές δεν μπορούσαν να ρυθμίσουν και τα 20 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα περισσότερα έπρεπε να κλείσουν. Ξεκινήσαμε με αυτό το πλαίσιο και σήμερα έχουμε μόνο 4 τράπεζες συστήματος».