Στόχος είναι η προστασία της οργανικής τους επίδρασης στο πλαίσιο της μείωσης των επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ
Οι τράπεζες, εν αναμονή μιας επικείμενης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, προχώρησαν σε νέες διορθωτικές κινήσεις στα επιτόκια καταθέσεων, λίγες ώρες μετά την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ την περασμένη Πέμπτη.
Πρόκειται για μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις μέχρι το 2025, με στόχο τη μείωση των δαπανών για τόκους για την αντιστάθμιση των αναπόφευκτων απωλειών στα έσοδα από τόκους που θα προκληθούν από την αποκλιμάκωση των επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ και του EURIBOR.
Ελληνικές τράπεζες έναντι ευρωπαϊκών τραπεζών: πού προηγούνται και πού υστερούν;
Ήδη στις αρχές του έτους αναπροσαρμόστηκε εκ νέου το χαρτοφυλάκιο των προθεσμιακών καταθέσεων ύψους 43 δισ. ευρώ περίπου, γεγονός που επιβαρύνει κυρίως το οργανικό {αποτέλεσμα} των τραπεζών.
Οι αλλαγές που εφαρμόστηκαν περιλαμβάνουν:
– Ανάκληση προϊόντων με διάρκεια μεγαλύτερη από 12 μήνες
– Μειώσεις επιτοκίων σε ετήσια και μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προγράμματα
– Αυξημένες αποδόσεις σε λογαριασμούς 6 μηνών
Πού στοχεύουν;(*12*)
Με συγκεκριμένα μέτρα που αναμένεται να ενταθούν μέχρι το καλοκαίρι, επιχειρείται να περιοριστεί το κλείδωμα των καταθετών σε υψηλά επιτόκια για την περίοδο μετά το 2024.
Παράλληλα, οι αποταμιευτές ενθαρρύνονται να επιλέγουν προϊόντα εξαμηνιαίας διάρκειας, ώστε μετά τη λήξη τους οι όποιες ανανεώσεις να γίνονται με τα χαμηλότερα κέρδη που διαπιστώθηκαν εκείνη τη στιγμή.
Κι αυτό γιατί εκτιμάται ότι σε 12 μήνες το κοστούς χρήματος στην Ευρωζώνη θα μειωθεί σημαντικά και οι τράπεζες θα μπορούν να πληρώνουν τόκους με βάση τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και ταυτόχρονα τα επιτόκια δανεισμού θα αυξηθούν σημαντικά.
Σύμφωνα με αναλυτές, αυτές οι προσαρμογές θα επιτρέψουν στα δανειστικά ιδρύματα όχι μόνο να προστατεύσουν την οργανική τους κερδοφορία, αλλά και να μειώσουν πιο επιθετικά τα επιτόκια στην
επιδοτήσεις την επόμενη περίοδο για την ενίσχυση της ζήτησης, η οποία ήταν ασθενής το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Εναλλακτικές(*12*)
Ταυτόχρονα, συνεχίζεται αμείωτη η πρόλογος εναλλακτικών επενδυτικών προϊόντων που μπορούν να παρέχουν υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερες περιόδους με μικρό ή καθόλου κίνδυνο.
Οι ελληνικοί όμιλοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση γιατί οι μετρήσεις ρευστότητάς τους παραμένουν εξαιρετικά σταθερές, τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ενδεικτικά, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις στην Ελλάδα είναι κάτω του 60% έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 103%.
Αυτό δίνει τη ικανότητα στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να μετατοπίσουν την καταθετική τους βάση προς προϊόντα που δημιουργούν έσοδα από προμήθειες χωρίς να μειώνουν την επιρροή τους για να επιταχύνουν τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης.
Το όφελος είναι διπλό: αφενός μειώνουν το κοστούς τόκων και αφετέρου αυξάνουν τα έσοδα από άτοκες δραστηριότητες, το μερίδιο των οποίων στο συνολικό εισόδημά τους είναι ιδιαίτερα χαμηλό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισές περίπου τράπεζες που εποπτεύονται από τον SSM την αποτελούν.
Βελτίωση εσόδων(*12*)
Το πιο ενδεικτικό παραδείγματα αυτής της στρατηγικής είναι τα ομολογιακά κεφάλαια διάρκειας, από 2 έως 5 χρόνια, χάρη στα οποία οι επενδυτές μπορούν να εξασφαλίσουν ένα καλό εισόδημα εκμεταλλευόμενοι τις υψηλές αποδόσεις στις οποίες εξακολουθούν να διαπραγματεύονται τα ομόλογα.
Πρόκειται για προϊόντα που έχουν συνήθως ένα σταθερό χαρτοφυλάκιο, το οποίο επιτρέπει τη διατύπωση σχετικά ασφαλών προβλέψεων ως προς το {επίπεδο} του τελικού ποσοστού απόδοσης που επιτυγχάνουν.
Συγκεκριμένα, τα ομόλογα στα οποία επενδύουν έχουν διάρκεια ίση ή πολύ κοντά στη λήξη του αμοιβαίου κεφαλαίου. Επομένως, εάν δεν συμβεί πιστωτικό συμβάν, μπορείτε εύκολα να εκτιμήσετε τη συνολική τους απόδοση.
Από την αρχή του έτους, πάνω από 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν εισρεύσει σε όλα τα είδη ομολογιακών επενδυτικών κεφαλαίων.
Πρόκειται για χρήματα που ρέουν από τραπεζικούς λογαριασμούς, μειώνοντας το κοστούς τόκων και αυξάνοντας τα έσοδα από προμήθειες για τα δανειστικά ιδρύματα.
Στο νέο περιβάλλον που θα αρχίσει να διαμορφώνεται καθώς ο πληθωρισμός επιστρέφει κοντά στο 2% και οι ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές χαλαρώνουν την πολιτική τους, οι υπηρεσίες διαχείρισης πλούτου αναμένεται να συνεχίσουν να επεκτείνονται καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εναλλακτικά εκπαιδευτικά προγράμματα επενδύσεων/αποταμίευσης.