ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Eurobank: Κίνδυνοι για τις εξαγωγές και την ελληνική οικονομία τη διετία 2024-2025

Ποιες είναι οι προβλέψεις των επίσημων οργανισμών και οι μέσες εκτιμήσεις της αγοράς

Η ισχυρότερη από το αναμενόμενο ανάκαμψη της ευρωζώνης από τη στασιμότητα των τελευταίων τριμήνων ενέχει ανοδικό κίνδυνο για την πορεία των ελληνικών εξαγωγών και του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι με αυτό το σενάριο, η δυναμική των εξαγωγών και του ΑΕΠ μπορεί να είναι υψηλότερη από τις προβλέψεις, όπως επισημαίνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο της «Οικονομία 7 Ημέρες», που εστιάζει σε προβλέψεις επίσημων οργανισμών και σε εκτιμήσεις μέσων τιμών αγοράς για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. οικονομία την επόμενη διετία 2024-2025.

Η Ερυθρά Θάλασσα είναι μια κόκκινη ζώνη για τη διεθνή ναυτιλία – Ο ρόλος των Χούτι

Η ταχύτερη από την αναμενόμενη αποκλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή ενέχει κίνδυνο επιδείνωσης του πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι με βάση αυτό το σενάριο, οι αυξήσεις των τιμών μπορεί να είναι πιο ήπιες από τις προβλεπόμενες. Τέλος, σε αυτό το τεύχος αναλύουμε και δείκτες υψηλής συχνότητας που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα για την ελληνική οικονομία. Χάρη σε αυτούς τους δείκτες, οι περισσότεροι από τους οποίους δημοσιεύονται πριν από την ανακοίνωση του τριμηνιαίου ΑΕΠ, είναι δυνατό να δημιουργηθεί η πρώτη εικόνα της κατάστασης της οικονομίας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα τρίμηνο).

Πραγματικός συντελεστής μεγέθυνσης

Η ελληνική οικονομία, μετά από μια βαθιά ύφεση το πρώτο έτος της πανδημίας (2020), ανέκαμψε έντονα τα επόμενα δύο χρόνια. Αναλυτικά, το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 9,3% το 2020, στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 8,4% το 2021 και κατά 5,6% το 2022. Το 2023, η ανάπτυξη ιδεών επιβραδύνθηκε στο 2,0% (0,4% στη ζώνη του ευρώ), κυρίως λόγω της αποσυμπίεσης της ζήτησης συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Ωστόσο, ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης το 2023 ήταν χαμηλότερος από τον αναμενόμενο. Το {αποτέλεσμα} αυτό εξηγείται σε κάποιο βαθμό από τις επιπτώσεις των πλημμυρών στη Θεσσαλία και τη χαμηλότερη από την εκτιμώμενη αύξηση των πάγιων επενδύσεων (4,0% σε ετήσια βάση). Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα αποτελέσματα του τέταρτου τριμήνου 2023 – αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ 0,2% και 1,2% σε τριμηνιαία και ετήσια βάση, αντίστοιχα – η επίδραση της στατιστικής βάσης (carry-over effect) για την ανάπτυξη ιδεών του Η Ελλάδα το 2024 είναι 0,3 ποσοστιαίες μονάδες. Από τεχνική άποψη, αυτό σημαίνει ότι εάν η οικονομία παραμείνει στάσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, δηλαδή εάν το ΑΕΠ το πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2024 ισούται με το ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2023, τότε η αναπτυξιακή δυναμική σε όλο το έτος θα είναι 0,3%. Οποιαδήποτε αναθεώρηση των δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση της βασικής στατιστικής επίδρασης.

Ποσοστό ανεργίας

Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, ένα μέτρο που δείχνει το ποσοστό των ατόμων που δεν εργάζονται αλλά αναζητούν απασχόληση, έφτασε το 27,5% το 2013 (το υψηλότερο {επίπεδο} ποτέ σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνας εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ) από 7,8% το 2008 (ιστορικά χαμηλό). Την ίδια περίοδο, το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26,4%. Μείωση του πραγματικού ΑΕΠ σημαίνει μείωση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και μείωση της χρήσης των συντελεστών παραγωγής (μέρος και απασχόληση στη συνολική παραγωγικότητα), που συνήθως συνοδεύεται από αύξηση του αριθμού των ανέργων. Η συμπεριφορά του ποσοστού ανεργίας στις φάσεις του οικονομικού κύκλου είναι αντικυκλική (όταν μειώνεται η οικονομική δραστηριότητα αυξάνεται) και συνήθως καθυστερημένη χρονικά (όταν μειώνεται η οικονομική δραστηριότητα αυξάνεται, αλλά με καθυστέρηση).

Από το 2014, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παρουσιάζει πτωτική τάση. Αναλυτικά, τη δεκαετία 2014-2023 η μέση ετήσια μεταβολή ήταν -1,6 μονάδες. τοις εκατό, δηλαδή κατά μέσο όρο το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 1,6 μονάδες. τοις εκατό Το 2023 ανήλθε σε 11,1%, με περαιτέρω πτώση να αναμένεται τα επόμενα 2 χρόνια. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, το εύρος των προβλεπόμενων τιμών κυμαίνεται από 9,4% (ΔΝΤ) έως 10,6% (FY24) για το 2024 και από 8,7% (ΔΝΤ) έως 9,9% (FY24) για το 2025, ακόμη και αν οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις είναι Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα θα παραμείνει υψηλό τα επόμενα δύο χρόνια, αντανακλώντας διαρθρωτικά προβλήματα στην αγοράστρια εργασίας (π.χ. παρατεταμένη αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και της προσφοράς εργασίας από τα νοικοκυριά). Σημειώνουμε ότι όταν μια οικονομία έχει υψηλό ποσοστό ανεργίας, «σπαταλά» πόρους γιατί υπάρχουν αρκετοί διαθέσιμοι παραγωγικοί συντελεστές που δεν χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία.

Πληθωρισμός

Το 2022, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ήταν 9,3% από 0,6% και -1,3% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα, το υψηλότερο {επίπεδο} ποτέ, αφού η ΕΛΣΤΑΤ κατασκευάζει τον εν λόγω δείκτη. Οι λόγοι αυτής της αύξησης είναι, πρώτον, η ενεργειακή κρίση, δεύτερον, η απελευθέρωση συμπιεσμένης ζήτησης ως {αποτέλεσμα} της πανδημίας και τρίτον, τα προβλήματα που προκαλούνται από μπλοκαρίσματα στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού και το διεθνές εμπόριο.

Η ισχύς αυτών των παραγόντων άρχισε να αποδυναμώνεται το 2023, γεγονός που μεταφράστηκε σε μερική επιβράδυνση του πληθωρισμού στο 4,2%. Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα αναμένεται να συνεχιστεί το 2024 και το 2025, με ένα εύρος τιμών πρόβλεψης που κυμαίνεται από 2,4% (MEA) έως 3,0% (ΟΟΣΑ) για το 2024 και από 1,8% (MEA) έως 2,3 % (ΟΟΣΑ) για το 2025. Σημειώνουμε ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα το 4μηνο – 24 Ιανουαρίου – Απριλίου – ήταν 3,2%, που είναι πολύ πάνω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για ευρώ.

Κίνδυνοι πάνω-κάτω προβλέψεις

Τουλάχιστον για φέτος και την προβλεπόμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα, οι κίνδυνοι – θετικοί και αρνητικοί – επικεντρώνονται στην ένταση των διεθνών γεωπολιτικών κραδασμών, στο μοτίβο των επενδυτικών δαπανών που σχετίζονται με την οικονομική ανάκαμψη και στις πολιτικές κατά της ιδιοκτησίας (ιδιωτική και δημόσια). , τις επιδόσεις των οικονομιών της ζώνης ευρώ και την ένταση και συχνότητα των δυσμενών καιρικών φαινομένων, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς και αρχές του φθινοπώρου.

Για παραδείγματα, ένα σενάριο όπου, πρώτον, οι διεθνείς γεωπολιτικές αναταραχές στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή αποκλιμακώνονται ταχύτερα από το αναμενόμενο και, δεύτερον, οι επιχειρηματικές και κρατικές επενδυτικές δαπάνες που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προχωρούν με ταχύτερο ρυθμό από τον αναμενόμενο (υπάρχουν επί του παρόντος καθυστερήσεις), 3. η ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης είναι ισχυρότερη από ό,τι εκτιμάται και 4. η ένταση των δυσμενών καιρικών φαινομένων είναι ηπιότερη από την αναμενόμενη, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε δυναμική ανάπτυξης το 2024 υψηλότερη από τις προβλέψεις των επίσημων φορέων. Αντίθετα, οι αρνητικές εξελίξεις στους παραπάνω τομείς ενδέχεται να κάνουν τη δυναμική της ανάπτυξης το 2024 να είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη.

Το πρώτο «τεστ» της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 θα είναι η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ την Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024 των εθνικών λογαριασμών για το πρώτο τρίμηνο του 2024. Σύμφωνα με τις τρέχουσες μέσες εκτιμήσεις της αγοράς (τεύχος 24 Ιουνίου του περιοδικό Focus Economics), ο τριμηνιαίος και ετήσιος πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης για το πρώτο τρίμηνο του 2024 υπολογίζεται σε 0,5% και 1,7%, αντίστοιχα. Εάν οι διεθνείς συνθήκες εξελιχθούν καλά, η ανάπτυξη ιδεών της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται να επιταχυνθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2024 λόγω των υποκείμενων επιδόσεων το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Δείκτες υψηλής συχνότητας που στέλνουν θετικά μηνύματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το πρώτο το μισό του 2024. είναι η απασχόληση (1,6% ετήσια αύξηση από 1,2% το 4ο τρίμηνο 2023), τα έσοδα από τον τουρισμό (28,2% ετήσια αύξηση, αν και ο αντίκτυπος αυτής της αξίας σε ολόκληρη την οικονομία το 1ο τρίμηνο είναι σχετικά μικρός, γεγονός που δίνει τη συνολική αξίας των εξαγωγών υπηρεσιών παρουσιάζοντας ετήσια αύξηση 5,7%), τις πωλήσεις αυτοκινήτων (ετήσια αύξηση όγκου 22,3% και 10,2% στις 24 Ιανουαρίου και 24 Φεβρουαρίου αντίστοιχα, αλλά και μείωση 10,0% την περίοδο 24 Μαρτίου) και τις κατασκευαστικές δραστηριότητες. Ωστόσο, δείκτες υψηλής συχνότητας που στέλνουν αρνητικά σήματα είναι ο όγκος των λιανικών πωλήσεων (μείωση 2,0% και 4,5% σε τριμηνιαία και ετήσια βάση, αντίστοιχα), ο όγκος των πωλήσεων στο χονδρικό εμπόριο (ετήσια μείωση 8,2%, 1,2 % και 17,4% στις 24 Ιανουαρίου, 24 Φεβρουαρίου και 24 Μαρτίου αντίστοιχα) και στις εξαγωγές αγαθών (ετήσια μείωση 10,7%, 8,6% χωρίς καύσιμα και πλοία).