Ο Κωστής Χατζηδάκης είπε ότι η πολιτική της κυβέρνησης λειτουργεί και θα συνεχιστεί
Οι οικονομικές επιδόσεις «μας επιτρέπουν να πλησιάσουμε πιο γρήγορα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ώστε να μπορέσουμε να αναπληρώσουμε πιο γρήγορα τις απώλειες από την κρίση που περάσαμε την τελευταία δεκαετία, αλλά και να μειώσουμε το δημόσιο χρέος πιο γρήγορα. Η πολιτική μας φέρνει αποτελέσματα και θα συνεχιστεί, καθώς εξυπηρετεί τη {διατήρηση} της δημοσιονομικής ευθύνης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής», τονίζει σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, σχολιάζοντας μεταξύ άλλων. νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύουν από εδώ και στο εξής, με ιδιαίτερη έμφαση στη μείωση των δαπανών.
Χατζηδάκης: 6 προτεραιότητες για την οικονομία για τους επόμενους 12 μήνες
Σύμφωνα με τον υπουργό, «η διαμόρφωση νέων δημοσιονομικών κανόνων ήταν {αποτέλεσμα} μακρών, πολύπλοκων και δύσκολων διαπραγματεύσεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά και ουσιαστικά η ελληνική κυβέρνηση. Η πολιτική που ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια έχει ως στόχο να συνδυάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία με την κοινωνική ευαισθησία. Και αυτή η πολιτική έχει ήδη δει σημαντικό αριθμό θετικών αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα όπως πενταπλάσιος ρυθμός ανάπτυξης σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μείωση της ανεργίας, ενίσχυση μισθών, μεγάλη αύξηση των εξαγωγών και προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων.
Και προσθέτει, δηλώνοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι «τέτοια αποτελέσματα μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε γρηγορότερα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ώστε να αναπληρώσουμε γρηγορότερα τις απώλειες μετά την κρίση που περάσαμε την τελευταία δεκαετία, αλλά και να μειώσουμε τον αριθμό των δημοσίων χρεών γρηγορότερα.” Οι πολιτικές μας λειτουργούν και θα συνεχίσουν καθώς χρησιμεύουν για τη {διατήρηση} της δημοσιονομικής ευθύνης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής».
Σύμφωνα με πληροφορίες από οικονομικούς φορείς, εκτός από το ποσό των 880 εκατ. ευρώ για πρόσθετα μέτρα για την αύξηση του εισοδήματος των πολιτών και την περαιτέρω μείωση του φόρτου για το 2025, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα σταθερότητας του Απριλίου, είναι δυνατό, χάρη στο θετικό δημοσιονομικό {αποτέλεσμα} , για τη παραγωγή πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου έως το τέλος του έτους ύψους περίπου 350 εκατ. ευρώ. Στην {περίπτωση} αυτή, το ποσό αυτό θα διατεθεί κυρίως για την περαιτέρω ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Να σημειωθεί ότι τα πρόσθετα μέτρα για την αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών και την περαιτέρω μείωση των επιβαρύνσεων για το 2025, ύψους 880 εκατ. ευρώ, αφορούν:
-Μείωση των ασφαλίστρων κατά 0,5%, που κοστίζει 225 εκατ. ευρώ.
-Μείωση, ή μάλιστα κατάργηση των επαγγελματικών αμοιβών των ειδικών, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
-Σχετικά με την οριστική επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) για τους αγρότες, που κοστίζει 100 εκατ. ευρώ.
-Στην αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
-Στην αύξηση των συντάξεων που σύμφωνα με γνωστό μαθηματικό τύπο υπολογίζεται περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
– Αναστολή ΦΠΑ για την κατασκευή, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
Αύξηση του πρωτογενούς κόστους έως και 3%
Όσον αφορά τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, όπως επισημαίνουν στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών, οι στόχοι καθαρών πρωτογενών δαπανών που έστειλε στην Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του νέου δημοσιονομικού πλαισίου προβλέπουν μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών της τάξης του 3% (επί μέσος όρος) ανά έτος για την περίοδο 2025-2028 . Να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος στόχος για το 2024 ήταν 2,6%.
Οι στόχοι για την επίτευξη του καθαρού πρωτογενούς κόστους θα οριστικοποιηθούν μετά τον τεχνικό διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα συμπεριληφθούν στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό πρόγραμμα που θα υποβάλει η Ελλάδα στην Επιτροπή το φθινόπωρο.
Συνολικά, τα συγκεκριμένα σχόλια υποδεικνύουν ότι οι παραπάνω στόχοι συνάδουν με τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια και αντικατοπτρίζουν τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα σε όλες τις μεταβλητές που καθορίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους: Χαρακτηριστικά, στη μεταπανδημική περίοδο (δηλ. περίοδος τριών ετών 2021-2023), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση ρεκόρ στην ιστορία της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, η χώρα επέστρεψε σε υγιές πρωτογενές πλεόνασμα, ανέκτησε την επενδυτική της βαθμίδα, μειώνοντας έτσι σημαντικά το κοστούς του δημόσιου δανεισμού και εμφανίζει ρυθμό ανάπτυξης πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.