ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Το επενδυτικό κενό: «γιατρειά» για μια ανοιχτή πληγή

Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που θα καλύψουν το επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία – Πόσα χρόνια θα χρειαστούν

Μεγάλο προβληματισμός παραμένει το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές που ασχολούνται με την ελληνική οικονομία. Το βασικό ερώτημα είναι πώς θα καλυφθεί αυτό ώστε το Ταμείο Ανασυγκρότησης να λειτουργήσει ως στήριξης προς αυτή την κατεύθυνση.

«Το επενδυτικό χάσμα της χώρας παραμένει μεγάλο», όπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τελευταία του τριμηνιαία έκθεση, σημειώνοντας ότι ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ το 2023 θα είναι 13,9% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος για τη ζώνη του ευρώ το ίδιο έτος είναι 22, 2%. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις δεν είναι αισιόδοξες, καθώς σημειώνει ότι «η κάλυψη αυτού του κενού δεν μπορεί να γίνει σε λίγα μόνο χρόνια και θα απαιτήσει η οικονομία να αναζητήσει πρόσθετους πόρους ακόμη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026».

Το επενδυτικό κενό μαστίζει την οικονομία

Υπάρχουν όμως πιο πιεστικά προβλήματα. Η έκθεση του Γραφείου δείχνει ότι η Ελλάδα πρέπει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό, περίπου 8% του ΑΕΠ το 2023 σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που προκύπτει από τη βαθιά οικονομική κρίση. Η αναταραχή των τελευταίων ετών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η έλλειψη οικονομικών πόρων καθυστερούν τη συστηματική έκρηξη των επενδύσεων. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά σημαντικό, όπως τόνισε και το Γραφείο στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, να επιταχυνθεί η διάχυση κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προκειμένου να καλυφθεί σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας.

Η κορύφωση του επενδυτικού κενού

Ταυτόχρονα, κατά τη {διαχείριση} του νέου Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη χρηματοδότηση επενδύσεων σε προηγμένες τεχνολογίες και επενδύσεις προστιθέμενης αξίας. Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων έως το 2026, θα μπορούμε να μιλάμε με μεγαλύτερη σιγουριά για τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα παραγωγικό μοντέλο με υψηλότερη προστιθέμενη αξίας, που σταδιακά απομακρύνεται από την ιδιωτική κατανάλωση και επικεντρώνεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές. .

Ταυτόχρονα, παραμένουν μακροπρόθεσμες προκλήσεις. Η ελληνική οικονομία έχει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές συνέπειες για το περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό της κλιματικής αλλαγής. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου, η {εφαρμογή} μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι αναγκαία για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και, κυρίως, μακροπρόθεσμα.

Στο ίδιο μήκος κύματος φαίνεται να βρίσκεται και η Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του Περιφερειάρχη Γιάννη Στουρνάρα, σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη σύγκλισή της με τον μέσο όρο της ΕΕ είναι το χαμηλό {επίπεδο} συσσώρευσης κεφαλαίου παραγωγής.

Τι «βλέπει» η Τράπεζα της Ελλάδος.

Ειδικότερα, μετά την κρίση του δημόσιου χρέους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζουν σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ (14,3% έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023). Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, το επενδυτικό χάσμα στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 8% του ΑΕΠ το 2019. Διαρθρωτικά εμπόδια για τις εταιρικές επενδύσεις και τον οικονομικό κύκλο και τις εισοδηματικές εξελίξεις για τις επενδύσεις των νοικοκυριών. Επιπλέον, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για το 2023, οι σημαντικότεροι παράγοντες που ευθύνονται για το χαμηλό {επίπεδο} επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν η αβεβαιότητα για το μέλλον, το υψηλό ενεργειακό κοστούς, η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, οι υπερβολικές κανονιστικές διατάξεις και το υψηλό κοστούς εξωτερικής χρηματοδότησης. .

Η ανάγκης διατήρησης της δημοσιονομικής ευθύνης και περαιτέρω ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της οικονομίας στο πλαίσιο των νέων κανόνων δημοσιονομικής διακυβέρνησης υπογραμμίζει τη σημασία της συμμετοχής σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και
μελλοντικός. Η αποτελεσματική χρήση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, για την στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας, καθώς και για την κάλυψη του επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία.

Σε αυτό το σημαντικό σημείο, η αποτελεσματική χρήση των πόρων του Μηχανισμού Ανασυγκρότησης είναι καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, καθώς και για την κάλυψη του επενδυτικού κενού, ιδίως την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο μέρος, έρευνας και δημιουργικότητα, καθαρή ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες.