ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΚΕΠΕ: Φέτος η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,2%.

Τι αναφέρει η έκθεση του ΚΕΠΕ για την αύξηση του κατώτατου μισθού;

Στη δημοσιευμένη ανάλυσή του το ΚΕΠΕ «βλέπει» ανάπτυξη ιδεών της ελληνικής οικονομίας φέτος στο 2,2%. Σύμφωνα με όσα αναφέρει, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα θα είναι 2,2% το 2023. Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί και το 2024, γεγονός που υποδηλώνει συνέχιση της αναπτυξιακής τάσης και σταθερό ρυθμό ανάπτυξης του Ελληνική οικονομία. Ωστόσο, η σημαντική αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τον τρέχοντα οικονομικό ορίζοντα καθιστά αυτές τις προβλέψεις επιρρεπείς σε διακυμάνσεις.

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνας εδώ

Τόσο το 2023 όσο και το 2024, οι οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, όπως αυξημένο πληθωρισμό και επιτόκια, γεωπολιτικές εντάσεις και κλιματική αλλαγή. Παρά τις προκλήσεις, η Ελλάδα φαίνεται να έχει σημαντικές δυνατότητες να προχωρήσει σε μια πιο ευνοϊκή οικονομική πορεία, αξιοποιώντας ευκαιρίες που προκύπτουν από τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στην ΕΕ, τις θετικές προοπτικές για σημαντικούς οικονομικούς τομείς, την αύξηση της πιστοληπτικής της ικανότητας και την υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων μέσω τη χρήση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από νέο ΕΣΠΑ.

Τράπεζα Πειραιώς: Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη αναπτυξιακή πορεία σε σύγκριση με την Ευρώπη

χρηματιστήριο

Εκτός από την ενθαρρυντική ανάπτυξη ιδεών της εθνικής οικονομίας, η επιτυχίας της Ελλάδας στην ανάκτηση της αξιολόγησης της επενδυτικής βαθμίδας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξαιρετική απόδοση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου το 2023, η οποία είχε ως {αποτέλεσμα} σημαντική αύξηση των θετικών αποδόσεων, της κεφαλαιοποίησης και της αξίας συναλλαγής σε σύγκριση μέχρι πέρυσι. Αντίθετα, να σημειωθεί ότι η αγοράστρια ομολόγων έχει αναταραχθεί από αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), επιβαρύνοντας το εξωτερικό κοστούς χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους.

Ωστόσο, οι αποδόσεις των ομολόγων μειώθηκαν τους τελευταίους μήνες του 2023 χάρη στην αναστολή της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ και στην ανάκτηση της αξιολόγησης της επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας. Επιπλέον, το 2023 χαρακτηρίστηκε από εντυπωσιακές επιδόσεις στην ελληνική αγοράστρια θεσμικών διαχειριστών, με αυξημένες αποδόσεις, περιουσιακά στοιχεία και εισροές κεφαλαίων.

Τέλος, η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα το 2023 από διεθνείς οίκους αξιολόγησης όπως η Rating and Investment Information (R&I), η Scope Ratings, η DBRS Morningstar, η Standard & Poor’s και πιο πρόσφατα η Fitch, ανοίγει το δρόμο για μια {αξιολόγηση} επενδυτικής βαθμίδας από τους (απαιτητικούς) Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody’s, τον Μάρτιο του επόμενου έτους. Η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας αποφέρει πολλά οφέλη, όπως μείωση του κόστους δανεισμού για το κράτος και τις επιχειρήσεις, την προσέλκυση ευρύτερου φάσματος επενδυτών για να ενδιαφερθούν για τις ελληνικές μετοχές και ομόλογα και τη ικανότητα επανένταξης του ελληνικού χρηματιστηρίου στις ανεπτυγμένες αγορές.

Η αγοράστρια εργασίας βελτιώνεται συνεχώς

Οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αντικατοπτρίζονται και στην αγοράστρια εργασίας, η οποία συνεχίζει να καταγράφει θετικά αποτελέσματα, με συνεχή μείωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης, με τις ώρες εργασίας να φαίνεται να αυξάνονται ταχύτερα από την απασχόληση. Αυτό βοήθησε στην αύξηση των ονομαστικών μισθών, αν και ο υψηλός πληθωρισμός εξαφάνισε τυχόν κέρδη. Αν και ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται δεν έχει φτάσει ακόμη στα προ της κρίσης επίπεδα, το ποσοστό απασχόλησης στην ηλικιακή ομάδα των 1.564 ετών έχει φτάσει στο υψηλότερο {επίπεδο} που είχε ποτέ.

Αυτή η αύξηση είναι εν μέρει {αποτέλεσμα} της μείωσης του πληθυσμού, η οποία προκαλεί ανησυχία, ειδικά επειδή η αύξηση της συμμετοχής στην αγοράστρια εργασίας δεν φαίνεται να είναι η επίλυση, οδηγώντας σε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Η μείωση του προσωπικού είναι μια σοβαρή πρόκληση, δεδομένης της συχνά υπογραμμισμένης αυξανόμενης έλλειψης προσωπικού. Το 2023, ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε κατά 116.000, με την πλειοψηφία να απασχολείται με πλήρη απασχόληση.

Παρά τη μείωση του αριθμού των ανέργων τον τελευταίο χρόνο, ο αριθμός τους παραμένει υψηλότερος από τον ελάχιστο της τελευταίας δεκαετίας και το ποσοστό ανεργίας, παρά τη συνολική μείωση, παραμένει το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ27) μετά την Ισπανία. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, καθώς η αγοράστρια εργασίας αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις που απαιτούν συνεχή προσοχή και προσπάθειες για βελτίωση.

(Απαραίτητη) αύξηση του κατώτατου μισθού

Αν και ο πληθωρισμός έχει πλέον συγκρατηθεί, οι αυξήσεις στα βασικά είδη παραμένουν αρκετά υψηλές. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δεδηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να ολοκληρώσει τη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου, ώθησαν την κυβέρνηση να επισπεύσει και να συντομεύσει τη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού.

Καθώς όλες οι προβλέψεις για το 2024 συγκλίνουν στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας περίπου στο ίδιο {επίπεδο} με το 2023, αλλά με σημαντικά χαμηλότερο πληθωρισμό περίπου 3%, το διακύβευμα της οικονομικής πολιτικής είναι η αύξηση των μισθών για την αποκατάσταση, όπου είναι δυνατόν, της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, χωρίς όμως περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού (κοστούς) και επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας λόγω της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Καλό είναι λοιπόν οι πολιτικοί αρχηγοί να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες επιπτώσεις από την αλλαγή του κατώτατου μισθού, δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης της ελληνικής οικονομίας. Αξίζει να εξεταστούν εκ των προτέρων οι επιπτώσεις οποιωνδήποτε αλλαγών στον κατώτατο μισθό και να ληφθούν υπόψη για τους υπεύθυνους χάραξης οικονομικής πολιτικής, ειδικά αυτή τη στιγμή, που ακολουθεί μια περίοδο βαθιάς ύφεσης που προκαλείται από την πανδημία, αλλά δεν απέχει πολύ από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης. με όλες τις συνοδευτικές πολιτικές λιτότητας και επιβαρύνσεις οικονομικούς πόρους που άφησε πίσω του.

Και (εξίσου απαραίτητη) επιτάχυνση της ψηφιοποίησης της ελληνικής οικονομίας

Οι πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία οδηγούν στην κρίση ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να προστατευθεί με την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και, ως εκ τούτου, την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα1. Ενώ έχει σημειωθεί σημαντική εξέλιξη σε διάφορους τομείς του ψηφιακού μετασχηματισμού, η χώρα υστερεί σημαντικά έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της καθώς και του ευρωπαϊκού μέσου όρου στους περισσότερους σημαντικούς δείκτες.

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος φαίνεται να διευρύνει τη διαφορά με τους ευρωπαϊκούς ομολόγους του, καταλαμβάνοντας τις χαμηλότερες θέσεις στην ευρωπαϊκή κατάταξη ψηφιακής ανάπτυξης. Αντίθετα, η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα προχωρά με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους εταίρους του, πλησιάζοντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους για τους περισσότερους δείκτες. Ωστόσο, η ψηφιακή υποδομή πρέπει επειγόντως να ενισχυθεί και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού να επιταχυνθούν, καθώς η χώρα όχι μόνο υστερεί έναντι των ανταγωνιστών της όσον αφορά τις ταχύτητες δικτύου, αλλά η πρόοδός της είναι σχετικά πιο αργή, κατατάσσοντας σταθερά στην τελευταία θέση της σχετικής κατάταξης.

Η ανάγκης βελτίωσης δύο βασικών δεικτών των ψηφιακών δεξιοτήτων είναι σημαντική: ο αριθμός των ειδικών της πληροφορικής και της τεχνολογίας πληροφοριών (ΤΠΕ) και ο αριθμός των αποφοίτων σχολείων ΤΠΕ. Η ενίσχυση αυτών των δεικτών είναι ζωτικής σημασίας, διότι συνδέονται άμεσα με την κατάρτιση και την ικανότητα του εθνικού εργατικού δυναμικού να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση της αγοράς εργασίας για εξειδικευμένο προσωπικό ψηφιακής τεχνολογίας.

Η Ελλάδα υστερεί σε σχέσης με τους Ευρωπαίους εταίρους της σε αυτούς τους τομείς, γεγονός που προκαλεί ανησυχία για τις μελλοντικές εξελίξεις στην αγοράστρια εργασίας. Η αδυναμία των εγχώριων και ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα να βρουν εξειδικευμένο εργατικό {δυναμικό} πιθανότατα θα αναγκάσει τις εταιρείες να μετακομίσουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου είναι ευκολότερο να βρουν ειδικούς στις ΤΠΕ. Αυτό θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

Η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται λόγω του αυξημένου κινδύνου

Το έτος 2023 σημειώθηκε ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ που ήταν ελαφρώς χαμηλότερος από το 2022. Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις για περαιτέρω επιβράδυνση, η παγκόσμια οικονομία έχει επιδείξει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα σε δυσμενείς νομισματικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες, αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα και έντονα καιρικά φαινόμενα.

Αυτό οφείλεται στις ιδιαίτερα καλές επιδόσεις των οικονομιών των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών το πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους. Ωστόσο, οι προοπτικές για το 2024 δεν είναι τόσο θετικές, καθώς οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί συμφωνούν ότι η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα μειωθεί για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.

Αντίθετα, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη ιδεών αναμένεται να επιταχυνθεί σταδιακά το 2025. Η πρόβλεψη για το 2024 λαμβάνει υπόψη μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων, όπως η αυστηρή νομισματική πολιτική, οι δυσμενείς χρηματοοικονομικές συνθήκες, η αργή ανάπτυξη ιδεών του διεθνούς εμπορίου και οι χαμηλές επενδύσεις στη βιομηχανία. Επιπλέον, αντανακλά αυξημένες ανησυχίες και αβεβαιότητα μεταξύ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σχετικά με τους κινδύνους που απειλούν την ομαλή λειτουργία των οικονομιών σε όλο τον κόσμο.

Οι αναφορές διεθνών οργανισμών δείχνουν αρνητικές προοπτικές λόγω διαφόρων κινδύνων, όπως αυξημένες συγκρούσεις, υψηλός πληθωρισμός, αυξημένη πίεση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, χαμηλότερες προβλέψεις για το ΑΕΠ της Κίνας, προστατευτικά μέτρα που επηρεάζουν το διεθνές εμπόριο και επανάληψη ακραίων καιρικών φαινομένων. Παρά τις προκλήσεις, το μέλλον παραμένει αβέβαιο και το 2023, η παγκόσμια οικονομία έχει επιδείξει μεγάλη ανθεκτικότητα.

Είναι πιθανό οι θετικές εξελίξεις, όπως η ταχεία μείωση του πληθωρισμού ή η ενίσχυση της κινεζικής οικονομίας, να βελτιώσουν την οικονομική εικόνα πέρα ​​από τις προσδοκίες. Ωστόσο, η τρέχουσα οικονομική κατάσταση δεν επιτρέπει την ασφαλή πρόβλεψη των μελλοντικών εξελίξεων.