ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Μοντέλο παραγωγής: Αλλάζει ή όχι στην ελληνική οικονομία – απαντούν δύο οικονομολόγοι

Η πορεία των επενδύσεων, η «υποχώρηση» των εξαγωγών και οι δυσκολίες

Μία από τις κύριες διαφωνίες που τέθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο στην Ελλάδα ήταν η ανάγκης αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η χώρα μας φαίνεται να απέχει πολύ από το να προχωρήσει με κάτι τέτοιο. Αν και η ελληνική οικονομία βασίζεται πλέον περισσότερο στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, πρέπει ακόμη να γίνουν σημαντικά βήματα για τη βελτίωση της κατάστασης. Άλλωστε, η «ανατροπή» της πτώσης των εξαγωγών το 2023, που συνεχίζεται και φέτος, η πτώση των άμεσων ξένων επενδύσεων και το «μίγμα» των συνολικών επενδύσεων φαίνεται να αποτελούν αρνητικό τεστ. Τι πιστεύουν όμως οι ειδικοί για το τι συμβαίνει;

Χατζηδάκης: Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων είναι απαραίτητες για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο

Πελαγίδης: Βιομηχανική πολιτική;

«Η συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο τελειώνει με αυτό που θέλουμε», λέει στο ΟΤ ο Θεόδωρος Πελαγίδης, αντιδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, προσθέτοντας εύγλωττα ότι «Συνήθως προτείνεται κάθε κυβέρνηση να έχει τα μέσα και τα πολιτικά εργαλεία για να μετατρέψει την οικονομία σε διαφορετικές κατευθύνσεις παραγωγής. «Ανησυχούμε ότι η παραγωγή είναι περιορισμένη και πρέπει να αυξηθεί ή ότι οι εισαγωγές πρέπει να αντικατασταθούν από εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες».

Το κύριο προβληματισμός είναι τι συμβαίνει στην πράξη. «Κάποιες παρατηρήσεις» σύμφωνα με τον κ. Πελαγίδη είναι ότι «η ελληνική οικονομία έχει αλλάξει και έχει ήδη γίνει πολύ πιο ανοιχτή διεθνώς από ό,τι ήταν πριν από 10 ή 20 χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς αγορές επιδεικνύουν οποιοδήποτε σχετικό συγκριτικό {πλεονέκτημα} έχει η οικονομία προωθώντας τις σχετικές τιμές, γι’ αυτό και οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί».

Όπως σημειώνει: «Διεθνώς, η συζήτηση για τη βιομηχανική πολιτική έχει ενταθεί, αλλά περιλαμβάνει μερικές χώρες με πολύ ισχυρούς οικονομικούς θεσμούς που ασχολούνται προσεκτικά με την έμφαση στα κρυφά κατασκευαστικά πλεονεκτήματα ενισχύοντας τον ανταγωνισμό σε μια συγκεκριμένη, υποδυσλειτουργική αγοράστρια. κυβέρνηση, επισημαίνει ότι «αυτή η δέσμευση περιλαμβάνει επίσης την ενεργό {συμμετοχή} της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση αρνητικών «εξωτερικών στοιχείων», όπως, για παραδείγματα, ένας φόρος άνθρακα που αλλάζει το ενεργειακό πρότυπο».

Και καταλήγει: «Οι προστατευτικοί δασμοί και άλλα μέτρα υποκατάστασης των εισαγωγών δεν επιφυλάσσονται σε καμία {περίπτωση} στη βιβλιογραφία. Στην περίπτωσή μας, δεν είναι επίσης δυνατά».

Μελάς: Γιατί παραμένει αναλλοίωτο

«Η επαναφορά του επιπέδου του ΑΕΠ στην προμνημονιακή εποχή, όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, δεν συνοδεύτηκε από αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο που προβλέπονταν στα μνημονιακά εκπαιδευτικά προγράμματα, παρά τις επώδυνες ενέργειες που έγιναν σε βάρος των Ελλήνων πολιτών (εργαζομένων και συνταξιούχων). », σημειώνει, από την πλευρά του, ο γνωστός οικονομολόγος Κώστας Μελάς, που διδάσκει οικονομικά στο Πάντειο Ακαδημαϊκό ίδρυμα.

Και προσθέτει: «Βασικός στόχος της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου ήταν η μείωση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση, με την κατάλληλη αντικατάσταση του μεριδίου στο ΑΕΠ με επενδύσεις και εξαγωγές. Αυτό δεν ισχύει: οι συνολικές καταναλωτικές δαπάνες (δημόσιες και ιδιωτικές) ανήλθαν κατά μέσο όρο στο 88,5% τα τελευταία τέσσερα χρόνια και παραμένουν περίπου οι ίδιες με το 2009: 90,5%. Μάλιστα, το πιο σημαντικό είναι ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για ολόκληρη την περίοδο 2010-2023 βρίσκονται στο {επίπεδο} περίπου του 70,0% του ΑΕΠ, χωρίς να παρουσιάζουν αποκλίσεις από το 2008 και το 2009», προσθέτοντας ότι «όλες οι ανακοινώσεις αποδείχτηκαν άνευ ουσίας. .”

Αναφερόμενος στις εξαγωγές, επισημαίνει ότι «Περίπου το 1/3 των εξαγωγών είναι πετρελαιοειδή, η προστιθέμενη αξίας των οποίων είναι ελάχιστη, μετρημένη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το 1/5 είναι τα τρόφιμα, τα ποτά και ο καπνός», ενώ ανέφερε ότι «Η ελληνική οικονομία υστερεί σοβαρά στη οργάνωση των προϊόντων και των υπηρεσιών στις οποίες συγκεντρώνεται η παραγωγική της βάση. Σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ισπανία, για να μην αναφέρουμε την Ιρλανδία, εστιάζει την εξειδίκευσή της σε προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται κυρίως με ημιειδίκευση ή χαμηλής εξειδίκευσης εργατικό {δυναμικό}, δηλώνοντας ότι «το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο παραμένει αμετάβλητο».

Η «καμπάνα» των εξαγωγών

Σε κάθε {περίπτωση}, ο μόνος λόγος ανησυχίας είναι η συνεχιζόμενη πτώση των εξαγωγών, κάτι που αποτελεί αρνητικό μήνυμα. Η συγκεκριμένη εικόνα της «βουτιά» το 2023 και το πρώτο τρίμηνο του 2024 δείχνει ότι η κυβέρνηση πέρασε και πάλι κάτω από τον πήχη που ψευδώς καλλιέργησε την προηγούμενη περίοδο. Χαρακτηριστικά, η τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνει ότι η συμβολή του εμπορικού τομέα στο πραγματικό ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια θα είναι ελαφρώς αρνητική, γεγονός που αλλάζει τα δεδομένα.

Αξίζει να θυμίσουμε τον εκπεφρασμένο στόχο της κυβέρνησης της ΝΔ να βάλει τον πήχη στα 70 δισ. ευρώ από 55,76 δισ. ευρώ το 2023. ευρώ, η αξίας των οποίων καθορίστηκε για το 2022. Ωστόσο, το θέμα δεν εξελίχθηκε όπως ήλπιζε η κυβέρνηση. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η συνολική αξίας εξαγωγών το 2023 ήταν 50,92 δισ. ευρώ έναντι 55,76 δισ. ευρώ το 2022, σημειώνοντας μείωση 8,7% ή 5,29 δισ. ευρώ.

Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 11% το πρώτο τρίμηνο του 2024, γεγονός που ανησυχεί και τους εξαγωγείς της χώρας.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αξίας των εξαγωγών την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024 ανήλθε σε 12,3 δισ. ευρώ. ευρώ έναντι 13,85 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2023. Το {αποτέλεσμα} είναι να αυξηθεί το εμπορικό έλλειμμα. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024 ανήλθε σε 7,97 δισ. ευρώ έναντι 7,33 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023, που σημαίνει αύξηση 8,7%.

Το προβληματισμός των ξένων επενδύσεων και της… κυριαρχίας στα ακίνητα

Παράλληλα, υπάρχει σοβαρό προβληματισμός όσον αφορά τις επενδύσεις, παρότι αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος, η εισροή κεφαλαίων στην οικονομία που χαρακτηρίζεται από άμεσες ξένες επενδύσεις το 2023 κατέγραψε σημαντική μείωση 38,7% σε σύγκριση με το 2022.

Όπως σημειώνει η ΤτΕ, ο όγκος των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) κατέγραψε χαμηλότερες ροές το 2023 και ανήλθε σε 4,6 δισ. ευρώ, ή 2,1% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το 2022, ο οποίος αυξήθηκε σε 7,5 δισ. ευρώ, ή 3,6% του ΑΕΠ. ΑΕΠ, με τον κλάδο των ακινήτων να αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% των συνολικών ροών, γεγονός που προκαλεί ανησυχίες σε σχέσης με τη φετινή πορεία των γεγονότων.

Αν και ο όγκος των ΑΞΕ μειώθηκε κατά 38,6%, οι επενδύσεις σε ακίνητα αυξήθηκαν. Ειδικότερα, ο κλάδος των ακινήτων απορρόφησε πάνω από το 40% των συνολικών ροών, γεγονός που οφείλεται και στις δραστηριότητες των ταμείων και φορέων που εξυπηρετούν την ελληνική οικονομία.

Ειδικότερα, η εισροή κεφαλαίων για αγορές ακινήτων έφτασε τα 2,13 δισ. ευρώ το 2023, αντιπροσωπεύοντας το 42,5% του συνόλου των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων.

Το ποσό αυτό αυξήθηκε κατά 8% σε σύγκριση με το 1,98 δισ. ευρώ που διέρρευσε το 2022 και για αγορές ακινήτων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι η μείωση των ροών ΑΞΕ αντανακλά πρωτίστως το εσωτερικό περιβάλλον της χώρας και δευτερευόντως το εξωτερικό της περιβάλλον, γεγονός που αποτελεί μήνυμα προς την κυβέρνηση

Στην πρώτη {περίπτωση}, η στασιμότητα που αντικατοπτρίζεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οι περιορισμένες επενδύσεις σε μετοχές που προκύπτουν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, οι συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών στη χώρα και η {διατήρηση} πολλών έργων στη φάση του διαγωνισμού στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης. πρόγραμμα αναφέρονται ενδεικτικά.

Τάση, Ταμείο Ανασυγκρότησης και αισιοδοξία

Ωστόσο, αυτή η τάση ήταν ορατή και στα στοιχεία του ΑΕΠ του περασμένου έτους. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη ιδεών το 2023 (2% έναντι της κυβερνητικής πρόβλεψης 2,4%) έδειξαν ότι για πρώτη φορά οι επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία μειώθηκαν πράγματι (-5,7% σε ετήσια βάση και -2,6% σε τριμηνιαία βάση). το τέταρτο τρίμηνο του 2023 από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.

Σύμφωνα με τις αναλύσεις της Eurobank, υποχωρούν εδώ και τέσσερα τρίμηνα (-0,5% το πρώτο τρίμηνο, -0,6% το δεύτερο τρίμηνο, -2,1% το τρίτο τρίμηνο και -2,6% το δ’ τρίμηνο). Οι συνολικές κεφαλαιουχικές δαπάνες μειώθηκαν κατά -0,5% λόγω της μείωσης των αποθεμάτων. Οι πάγιες επενδύσεις, που αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου, κατέγραψαν μέτρια ανάπτυξη ιδεών της τάξης του 4%, ενώ η κυβέρνηση έθεσε στόχο 7%, γεγονός που δείχνει ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έπεσε και πάλι κάτω από τον καθορισμένο πήχη.

Υπερβολικά αισιόδοξο στόχο για επενδυτικό κοστούς 12,17 δισ. ευρώ έχει θέσει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το 2024, σε επίπεδα πρωτόγνωρα πριν από τα μνημόνια για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με το λογοτεχνία του προϋπολογισμού, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 15,1% φέτος. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε και επενδύσεις 15,5% και τελικά η υλοποίηση ανήλθε μόλις στο 6%.

Ουσιαστικά το «στοίχημα» της κυβέρνησης αφορά τις ροές που θα προκύψουν στην απορρόφηση κονδυλίων από το Ταμείο Ανασυγκρότησης φέτος, όπως φαίνεται και από τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν.