Ο επίμονος πληθωρισμός οδηγεί στη χρήση αποταμιεύσεων, καρτών ή… «μαύρου» χρήματος
Οι Έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν ένα διαρκώς αυξανόμενο κοστούς ζωής και αναγκάζονται να ξοδεύουν περισσότερα από το μηνιαίο εισόδημά τους για να καλύψουν τις βασικές οικονομικές τους ανάγκες. Ουσιαστικά, οι καταναλωτές καλούνται να καλύψουν δαπάνες πέρα από το μηνιαίο εισόδημά τους, το οποίο προέρχεται από καταθέσεις, χρήση καρτών ακόμα και μαύρο χρήμα για την κάλυψη των αυξανόμενων καθημερινών αναγκών τους.
Όπως δείχνει πρόσφατη έκθεση της Intrum, ο υψηλός πληθωρισμός και τα επιτόκια που εκτοξεύονται στα ύψη δημιουργούν μια «τέλεια καταιγίδα». Αυτό οδήγησε σε σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών όσον αφορά τους τρόπους πληρωμής και πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να λάβουν δύσκολες αποφάσεις και ήταν απαισιόδοξοι για τις οικονομικές τους προοπτικές.
Από το έτοιμο…
Χαρακτηριστικά, το 79% των Ελλήνων πολιτών υποστηρίζει ότι μπορεί να ξοδέψει λιγότερα στις γιορτές (π.χ. Χριστούγεννα) από πριν. Για κάποιους η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο δύσκολη. Ενώ το 83% προσπαθεί να περιορίσει τα καθημερινά του έξοδα, το 56% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις για να καλύψει καθημερινά έξοδα και λογαριασμούς.
EY: Το αυξανόμενο κοστούς ζωής απομακρύνει τους καταναλωτές από τις επωνυμίες
Η πίεση αυτή αντικατοπτρίζεται στην αυξανόμενη τάση των καθυστερήσεων πληρωμών. Έρευνες δείχνουν ότι το 22% των καταναλωτών απέτυχε να πληρώσει τουλάχιστον έναν λογαριασμό εγκαίρως τον τελευταίο χρόνο. Σύμφωνα με την έρευνας Intrum, μόνο το 33% πιστεύει ότι η οικονομική του κατάσταση θα βελτιωθεί τους επόμενους δώδεκα μήνες, που είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ 20 χωρών, ακολουθούμενη από την Ιταλία και τη Γαλλία (32%). Οι Πορτογάλοι είναι οι πιο αισιόδοξοι, καθώς το 54% πιστεύει ότι τα οικονομικά τους θα βελτιωθούν τους επόμενους δώδεκα μήνες.
Έξοδα που υπερβαίνουν τα έσοδα
Ο συνδυασμός αλόγιστης χρήσης συνδρομητικών υπηρεσιών, πληρωμών με δόσεις και περιβάλλοντος υψηλού πληθωρισμού (χωρίς αντίστοιχη αύξηση μισθού) έχει ως {αποτέλεσμα} δαπάνες που υπερβαίνουν κατά πολύ το μηνιαίο εισόδημα. Σύμφωνα με την έκθεση, σχεδόν 3 στους 10 καταναλωτές στην Ελλάδα ξοδεύουν περισσότερα από το μηνιαίο εισόδημά τους, με το μέσο όρο υπερδαπών να υπολογίζεται στα 275 ευρώ. Τα χρήματα προέρχονται είτε από αποταμιεύσεις, είτε από κάρτες είτε από δάνεια
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των καταναλωτών που ξοδεύουν περισσότερα από το εισόδημά τους στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, με τη Νορβηγία (33%) και την Ιρλανδία (32%) να πρωτοστατούν. Ωστόσο, και στις δύο χώρες το ποσό των υπερβολικών δαπανών είναι πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με το μέσο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, στο 15% στη Νορβηγία (284 ευρώ) και στο 11% στην Ιρλανδία (184 ευρώ). Ενώ στην Ελλάδα είναι 51%!
Πώς είναι σε άλλες χώρες;
Η πανευρωπαϊκή υπερβολική δαπάνη ανέρχεται στα 232 ευρώ, με το 49% των Ευρωπαίων να δηλώνουν ότι έχουν σημαντικά λιγότερα χρήματα στην τσέπη τους μετά την εξόφληση των λογαριασμών τους σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν και το 35% να λέει ότι έχει καθυστερήσει σε τουλάχιστον έναν λογαριασμό τον τελευταίο 12 μήνες. Για να κατανοήσουμε το προβληματισμός που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη, στο πλαίσιο μιας επίμονης πληθωριστικής κρίσης, το ποσοστό που αναφέρεται (35%) είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί τα τελευταία 5 χρόνια.
Μάλιστα, 1 στους 5 Ευρωπαίους καταναλωτές δηλώνει ότι δεν έχει αποταμιεύσεις, ενώ το 17% έχει αποταμιεύσεις που ισοδυναμούν με λιγότερα από το μηνιαίο εισόδημά τους.
Αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης στην Ελλάδα
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε χθες η Eurostat, η Ελλάδα κατέγραψε αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης το 2022 (-4,0%). Λίγο-πολύ, οι Έλληνες ξόδεψαν περισσότερα από όσα κέρδισαν τον τελευταίο χρόνο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Eurostat, το 2022 οι πολίτες της ΕΕ εξοικονόμησαν κατά μέσο όρο το 12,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Το ποσοστό αυτό ήταν σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι το 2021 (16,4%) και πιο κοντά στα προ-Covid-19 επίπεδα.
Τα υψηλότερα ακαθάριστα ποσοστά αποταμίευσης μεταξύ των μελών της ΕΕ το 2022 καταγράφηκαν στη Γερμανία (19,9%), στην Ολλανδία (19,4%) και στο Λουξεμβούργο (18,1%).
Δώδεκα μέλη της ΕΕ κατέγραψαν ποσοστά αποταμίευσης κάτω του 10,0% το 2022, και δύο – η Πολωνία και η Ελλάδα – είχαν αρνητικά επιτόκια, -0,8% και -4,0% αντίστοιχα. Σύμφωνα με τη Eurostat, «αυτό δείχνει ότι τα νοικοκυριά ξόδευαν περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά τους και επομένως είτε συσσώρευαν αποταμιεύσεις από προηγούμενες περιόδους είτε έπαιρναν δάνεια για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους».