Σχόλια – Ανάλυση κειμένου
Νέο σύστημα εταιρικού ελέγχου σε πραγματικό χρόνο για πλήρη {εφαρμογή} Η Ανεξάρτητη Εφορία (ΑΑΔΕ) ετοιμάζεται να εντοπίσει περίεργες αυξήσεις κεφαλαίου, αλλαγές μετοχών κ.λπ. δημιουργείται με πλήρη σύνδεσης της ΔΟΥ με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) και το Μητρώο Πραγματικών Ιδιοκτητών. Σύμφωνα με το newmoney, πρόκειται για δύο βάσεις δεδομένων που θα παρέχουν πληροφορίες για αλλαγές στο διοικητικό συμβούλιο, μεταφορές μετοχών ή κεφαλαίων, αλλά και για όλες τις διευθυντικές κινήσεις.
Ο πρώτος γύρος διασταύρωσης εγγραφών Εφορίας και ΓΕΜΗ ήταν αρκετός για να στείλει κόκκινο συναγερμό στην ΑΑΔΕ για περίεργη αύξηση κεφαλαίου 1 δισ. ευρώ! Ακόμα κι αν η ένδειξη ήταν λάθος, το καταλήγοντας είναι ότι πλέον τίποτα δεν θα μείνει κρυφό και δεν θα περάσει απαρατήρητο από τον ψηφιακό μηχανισμό της Εφορίας.
Μετά τη λήξη της πρόσβασης της ΑΑΔΕ στο ΓΕΜΗ, η ΔΟΥ θα ενημερώνεται αυτόματα για αλλαγές στο καθεστώς κάθε επιχείρησης (έναρξη δραστηριότητας, αναστολή, καταγγελία, αλλαγές συνεργατών κ.λπ.). Με αυτόν τον τρόπο, οι ελεγκτικές αρχές θα έχουν πλέον πλήρη εικόνα της οικονομικής και διοικητικής ταυτότητας, του είδους της δραστηριότητας και της λειτουργίας των εταιρειών, διασταυρώνοντάς τις με στοιχεία φορολογικού μητρώου. Χάρη σε αυτό, θα μπορούν να ελέγχουν, χρησιμοποιώντας αυτοματοποιημένες διαδικασίες, εάν το προφίλ στην Εφορία αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρείας.
Η συγχώνευση της ΔΟΥ με το ΓΕΜΗ θα διευκολύνει:
▪ Ταυτοποίηση επιχειρηματιών που ξεκίνησαν την επιχείρησή τους αλλά δεν υπέβαλαν φορολογική δήλωση. Να σημειωθεί ότι από ελέγχους της ΑΑΔΕ και του ΣΔΟΕ έχουν βρεθεί στο παρελθόν χιλιάδες εταιρείες που κατά την έναρξη των εργασιών τους απέφευγαν την υποβολή φορολογικών δηλώσεων.
▪ Έλεγχος δεδομένων για την αποφυγή παραποίησης τόσο των κερδών και εσόδων της εταιρείας όσο και των προσώπων που ενεργούν ως διαχειριστές.
▪ Ανίχνευση εταιρειών κελύφους.
Το δεύτερο όπλο είναι το Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Ιδιοκτητών, το οποίο αποθηκεύει δεδομένα των πραγματικών ιδιοκτητών των επιχειρήσεων. Σκοπός του Μητρώου είναι η αναζήτηση και η αναγνώριση του φυσικού προσώπου που ασκεί τελικά τον έλεγχο ενός νομικού προσώπου, μέσω ιδιοκτησίας ή με άλλο τρόπο.
Οι ακόλουθες ενδεικτικές περιπτώσεις είναι δείκτες ελέγχου:
■ Κατοχή μεριδίου στην εταιρεία άνω του 25% ή δικαιωμάτων ιδιοκτησίας άνω του 25% στην εταιρεία από φυσικό πρόσωπο ή άλλη εταιρεία που ελέγχεται από φυσικό πρόσωπο ή φυσικά πρόσωπα ή περισσότερες εταιρείες που ελέγχονται από τα ίδια ή τα ίδια φυσικά πρόσωπα .
▪ Εάν η μητρική εταιρεία έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές, μετόχους ή μέλη άλλης οντότητας (θυγατρικής).
▪ Εάν η μητρική οντότητα έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της άλλης οντότητας (θυγατρικής) και είναι επίσης μέτοχος, εταίρος ή μέλος αυτής της οντότητας.
Οι εταιρείες υποχρεούνται να ενημερώνουν το Κεντρικό Μητρώο εντός 60 ημερών από την ίδρυση της εταιρείας ή για τυχόν αλλαγές στα καταχωρημένα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων.
Η νομοθεσία προβλέπει υψηλές κυρώσεις για σχετικές παραβιάσεις. Επιπλέον, η μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς συνεπάγεται την υποχρέωση έκδοσης πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας.
Οι κυρώσεις για κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα είναι οι εξής:
Για νομικά πρόσωπα με καθαρό κύκλο εργασιών:
▪ Έως 100.000 ευρώ, πρόστιμο 5.000 ευρώ.
▪ Πάνω από 100.000 ευρώ έως 700.000 ευρώ – πρόστιμο 10.000 ευρώ.
▪ Πάνω από 700.000 ευρώ έως 8 εκατ. ευρώ – πρόστιμο 20.000 ευρώ.
■ Πάνω από 8 εκατ. ευρώ, πρόστιμο 40.000 ευρώ.
Ομοίως, για τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, οι κυρώσεις κυμαίνονται από 5.000 ευρώ έως 40.000 ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων.
Ειδικότερα, σε {περίπτωση} μη έγκαιρης υποβολής στη ΔΟΥ της προκαταρκτικής/διορθωτικής δήλωσης για την καταχώριση των στοιχείων των πραγματικών δικαιούχων, απαιτούνται τα εξής:
▪ Πρόστιμο 100 ευρώ εάν η καθυστέρηση δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής αιτήσεων των 60 ημερών.
▪ Πρόστιμο 500 ευρώ εάν η καθυστέρηση υπερβαίνει τον ένα μήνα και έως τρεις μήνες μετά την περίοδο των 60 ημερών.