ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Αύξηση κατώτατου μισθού: πρώτες αντιδράσεις της αγοράς



Σχόλια – Ανάλυση κειμένου

Αύξηση κατώτατου μισθού: πρώτες αντιδράσεις της αγοράς
Οι παράγοντες της αγοράς αξιολογούν θετικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά ζητούν και στήριξη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

29 Μαρτίου 2024 – 14:30

Διάγραμμα 0 για αύξηση κατώτατου μισθού: Πρώτες αντιδράσεις της αγοράς

Θετικές είναι οι πρώτες αντιδράσεις της αγοράς μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ από την 1η Απριλίου 2024, αλλά και οι παράγοντες της αγοράς ζητούν στήριξη για τους επιχειρηματίες ζητώντας μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

«Χαιρετίζουμε κάθε αύξηση που βελτιώνει τα οικογενειακά εισοδήματα, ειδικά για τους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες μας. Άλλωστε μόνο έτσι επιτυγχάνεται η απαραίτητη αύξηση της επιβράδυνσης της κίνησης που παρατηρείται πρόσφατα στην αγοράστρια. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κοινωνική πολιτική δεν βασίζεται στην επιχειρηματικότητα, αναμένουμε ότι αυτή η απόφασης, πέρα ​​από τις προτάσεις μας, θα συνδυαστεί τουλάχιστον με μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Διαφορετικά θα βλάψουμε άμεσα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δυστυχώς θα αναγκαστούμε, όπως συνέβη στο παρελθόν, να αντιστρέψουμε την αύξηση με πολλαπλό κοστούς ή, στην καλύτερη {περίπτωση}, να καθυστερήσουμε περαιτέρω ενέργειες, όπως επιθυμούμε το επόμενο έτος, περαιτέρω σημαντικές μισθολογικές βελτιώσεις», είπε ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης επεσήμανε ότι «ο κατώτατος μισθός που ορίστηκε στα 830 ευρώ από την 1η Απριλίου 2024 είναι {αποτέλεσμα} της ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος πριν από την ακρίβεια και στη {διατήρηση} ενός ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας».

Και συνέχισε λέγοντας: «Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της και εκμεταλλευόμενη την κυκλική δυναμική της οικονομίας, επιδιώκει να δώσει νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα μέσω των επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει την κατανάλωση στην αγοράστρια και κατά συνέπεια στην οικονομία. Η συνταγή για την ανάπτυξη ιδεών της χώρας μας δεν έχει αλλάξει παρά τις κρίσεις και η κατανάλωση υπερίσχυσε των εξαγωγών και των επενδύσεων. Ειδικότερα, η κατανάλωση συνεχίζει να αντιπροσωπεύει συνολικά το 88% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό ίσο με αυτό που καταγράφηκε το 2009. Τα στοιχεία για τη οργάνωση του ΑΕΠ δείχνουν ότι το 2024 ο στόχος ανάπτυξης 2,9% της κυβέρνησης θα κριθεί στην κατανάλωση, ιδίως από τα νοικοκυριά και δευτερευόντως από την Κυβέρνηση, η οποία, υπό την πίεση να παράγει υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σίγουρα θα πέσει από 20% το 2023 σε κάτω από 18% το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε στο 68% του ΑΕΠ το 2023, ποσοστό που παραμένει στην ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες», λέει ο Κορκίδης.

«Η ετήσια προοδευτικότητα του ΑΕΠ κάθε χρόνο εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, αλλά και από τις εξελίξεις των τιμών, εκτός φυσικά από τον τουρισμό που επηρεάζει άμεσα και τον δείκτη. Ο υψηλότερος λόγος κατανάλωσης προς ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια καταγράφηκε το 2020 στο 93%, εν μέσω της μεγάλης ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία. Σε ένα διαρκώς βελτιούμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, οι βιώσιμες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν κατάλληλες μειώσεις στις εισφορές της Εθνικής Ασφαλιστικής. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ένα στοιχείο που οικοδομεί την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, δικαιολογώντας τόσο τη {διατήρηση} των θέσεων εργασίας όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης.

Είναι βέβαιο ότι τόσο οι μικρότεροι όσο και οι μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ με ανησυχία τις ανακοινωθείσες αυξήσεις μισθών των εργαζομένων τους. Άλλωστε, η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού και 19 συναφών επιδομάτων δεν συνάντησε την αντίθεση των μικρότερων και μεγαλύτερων εργοδοτών της χώρας, γιατί οι εταιρείες «έβαλαν το χέρι στην τσέπη» για να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας αφενός και αφετέρου να τους κρατήσει στη χώρα.απαραίτητες δεξιότητες που είναι δύσκολο να βρεθούν. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα είναι μια κλασική {περίπτωση} «κάποιος τρώει, κάποιος πίνει, κάποιος πληρώνει».

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, στη συγκεκριμένη {περίπτωση}, οι μικρομεσαίοι εργοδότες θεωρούν δίκαιη μηνιαία αύξηση 50€, 83€ επίδομα γάμου και 10% κάθε τρία χρόνια. Μάλιστα, σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα έκλεισε το 2023 με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από πλευράς αγοραστικής δύναμης στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και καλείται όχι μόνο να τερματίσει τη ποικιλία το 2024, αλλά και να αρχίσει να φέρνει τους μισθούς πιο κοντά στο υπόλοιπη Ευρώπη. Η κυβέρνηση σωστά αποφάσισε την αύξηση του κατώτατου μισθού, είναι καλό να επωφελούνται οι εργαζόμενοι και είναι σωστό να πληρώνουμε εμείς οι εργοδότες, γιατί μόνο έτσι θα ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε μια τριετία για να διατηρηθεί η «δυναμική κατανάλωσης» στην αγοράστρια.

Γιάννης Χατζηθεοδοσίου: Χωρίς μείωση της επιβάρυνσης των ΜΜΕ, δεν θα δημοσιευτεί το νομοσχέδιο

«Ναι, σε ό,τι αφορά την αύξηση του ελάχιστου, αλλά χωρίς να ελαφρύνει το βάρος των ΜΜΕ, το νομοσχέδιο δεν θα ψηφιστεί», σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.

Ειδικότερα, όπως δήλωσε ο κ. Χατζηθεοδοσίου: «Ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών είναι πάντα υπέρ της αύξησης των εισοδημάτων των εργαζομένων. Ειδικά αυτή την εποχή που η ακρίβεια στραγγαλίζει τα νοικοκυριά. Ως εκ τούτου, είμαστε σαφώς θετικοί για τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο θα υποστηριχθεί και η αγοράστρια. Ωστόσο, είμαστε εναντίον αυτής της νέας αύξησης χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στην πρόσθετη επιβάρυνση.

Έχουμε ξεκαθαρίσει στην κυβέρνηση ότι η ελάχιστη αύξηση θα πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο παραμένει υψηλό. Αυτό δεν έχει συμβεί και οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο τη στιγμή που η κερδοφορία τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κοστούς, η έλλειψη χρηματοοικονομικών εργαλείων, οι πρόσθετοι φόροι, η βραχνάδα. απλήρωτες οφειλές.

Αν πραγματικά θέλουμε να δούμε επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον ως χώρα, το κράτος πρέπει να αναγνωρίσει και τις ανάγκες των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Δεν υπάρχουν μόνο μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα. Είναι επίσης οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που μπορούν να παράγουν πλούτο, να αυξήσουν την απασχόληση και να στηρίξουν τα δημόσια έσοδα. Και τους αξίζει καλύτερη μεταχείριση».