Οι αυξημένοι φόροι, οι εισφορές και η ακρίβεια μειώνουν το εισόδημα των νοικοκυριών
Σαν να μην έφτανε η τεράστια ακρίβεια που απλώθηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, οι μισθωτοί έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από προβλήματα, δυσκολεύοντας τους περισσότερους να… τα βγάλουν πέρα. Πρώτον, ο μέσος μισθός είναι χαμηλότερος από το 2009, και αυτό σε μια περίοδο συνεχούς αύξησης του πληθωρισμού. Το έτος 2023 έκλεισε με μέσο ακαθάριστο μισθό 1.257 €, ενώ το 2009 ο μέσος μισθός ήταν 1.379 €, δηλαδή απομένουν ακόμη 122 € να φτάσουμε. Η κυβέρνηση έχει βάλει τον πήχη στα 1.500 ευρώ το 2027, που σημαίνει (αν αυτό επιτευχθεί, που πολλοί αμφιβάλλουν και δεν περνάει κατευθείαν από το «χέρι» της), ο μέσος μισθός θα αυξηθεί μόλις κατά 121 ευρώ σε σχέσης με πριν από 18 χρόνια!
«Βαρύς» φόροι και εισφορές
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο την υψηλή φορολογία εισοδήματος όσο και τις υψηλές εισφορές, γεγονός που οδηγεί σε μεγάλη σπατάλη του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματός τους. Τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι ένας εργαζόμενος χωρίς παιδιά πληρώνει υψηλούς φόρους και εισφορές, στο 38,5% έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ 34,8%.
Οι χαμηλοί μισθοί και η ακρίβεια συνθλίβουν την ελληνική νεολαία – επιλέγουν την έλλειψη τέκνων λόγω φτώχειας
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Οργανισμού Φορολογίας, στην Ελλάδα η επιβάρυνση των οικογενειών με παιδιά εξακολουθεί να είναι αρκετά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, στο 37,5% έναντι 29,5%, με την Ελλάδα να κατατάσσεται 7η σε αυτή την κατάταξη. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και οι εισφορές, οπότε σχεδόν τα 4 στα 10 ευρώ αποδοχών πάνε σε φόρους και εισφορές.
Το {αποτέλεσμα} της εξαθλίωσης
Εξάλλου, σχεδόν 4 στους 10 Έλληνες αντιμετωπίζουν τη φτώχεια και η ανισότητα διευρύνεται, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, η οποία χρησιμοποιεί δημόσια διαθέσιμα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το εισόδημα και τη φορολογία φυσικών προσώπων και συγκρίνει το έτος κατά το οποίο είναι πιο διαθέσιμα στοιχεία. (2021) με τα παλαιότερα διαθέσιμα δεδομένα (2012).
Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση κειμένου του ΙΟΒΕ, το κατώτερο 40% του πληθυσμού πλήρωσε το 1,63% των συνολικών φόρων το 2021, κατατάσσοντάς το στα δύο χαμηλότερα εισοδηματικά πεμπτημάρια, που ορίζονται από εισοδήματα έως 6.098 ευρώ. Αξίζει να προστεθεί ότι το όριο φτώχειας σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021 ήταν 5.712 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά έως 14 ετών.
Ταυτόχρονα, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Σε σύγκριση με το 2012, υπάρχει μεγαλύτερο {επίπεδο} εισοδηματικής ανισότητας, καθώς το χαμηλότερο 20% των εισοδημάτων έλαβε μόνο το 0,2% του συνολικού εισοδήματος (έναντι 1,4% το 2012), ενώ το υψηλότερο 20% έλαβε το 58,7% του συνολικού εισοδήματος (έναντι 52,6 % το 2012) της Ελλάδας. Γενικά, το πλουσιότερο μέρος του πληθυσμού αυξάνει το εισόδημά του εν μέσω κρίσης, σε αντίθεση με το πιο φτωχό μέρος.
Συμπίεση μισθού
Να σημειωθεί βέβαια ότι από το 2019 έως σήμερα έχουν σημειωθεί αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις αρχές Απριλίου 2024 τέθηκε σε ισχύ νέος κατώτατος μισθός 830 ευρώ (δηλαδή 968,3 ευρώ ανά 12μηνο) και αυξήθηκε κατά 6,4% έναντι 780 ευρώ που ίσχυε στις αρχές του περασμένου έτους. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει σημαντικά τον μέσο μισθό.
Σύμφωνα με ειδική ανάλυση κειμένου του ΙΟΒΕ, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται ως πλέγμα κατώτατου μισθού ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του εργαζομένου (τριετία). Η αναλογία του κατώτατου μισθού προς τον μέσο μισθό όλων των εργαζομένων σε όλες τις επιχειρήσεις αυξήθηκε το 2023 σε 57% συμπεριλαμβανομένων των τριών ετών και 53% εξαιρουμένων των τριών ετών. Το συγκεκριμένο ποσοστό αναδεικνύει τον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό συμπίεσης των μισθών στη χώρα όταν περιλαμβάνονται όλες οι εταιρείες, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους. Το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερο για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η συμπίεση των μισθών είναι επίσης μεγαλύτερη στους τομείς της πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τομείς που απασχολούν σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η κατάρτιση και οι κατασκευές.
Συνοπτικά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αναδεικνύεται ο υψηλός βαθμός συμπίεσης των μισθών στην ελληνική οικονομία, που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις του κλάδου των υπηρεσιών.
Παράλληλα, ενδιαφέρον είναι και πόσοι εργαζόμενοι βρίσκονται «κοντά» στον μέσο μισθό. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών είναι άτομα με πολύ χαμηλά και σχετικά χαμηλά εισοδήματα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου EAW που αναλύει στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ, η τάση βελτίωσης του επιπέδου των μισθών δεν είναι ενιαία για όλες τις μισθολογικές κλίμακες: Τα μεγαλύτερα ποσοστά του απασχολούμενου πληθυσμού συγκεντρώνονται σε χαμηλές και σχετικά χαμηλές μισθολογικές κλίμακες έως 1.000 ευρώ και μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό στην κατηγορία 1.001 –1.500 ευρώ. Σχεδόν το 53,7% των εργαζομένων ανήκει στην κατηγορία έως 1.000 ευρώ και το 27,5% στην κατηγορία 1.001-1.500 ευρώ. Από αυτό το σημαντικό σημείο και μετά, το διακύβευμα είναι χαμηλό.
Η ανάλυση κειμένου δεδομένων δείχνει επίσης ότι ο διάμεσος μισθός (δηλαδή πόσο κάτω από τον μέσο όρο είναι οι μισοί εργαζόμενοι) είναι περίπου 900 ευρώ. «Στην περίπτωσή μας, αν υποθέσουμε ότι ο διάμεσος μισθός το 2022 ήταν 900 ευρώ, τότε η αναλογία του προς τον μέσο όρο (1.176,5 ευρώ) ήταν 76,5%, ή με άλλα λόγια, ο μισθός των μισών εργαζομένων δεν ξεπερνούσε τα τρία τέταρτα. του μέσου μισθού», σημειώνει. συντάκτης της έκθεσης του Ινστιτούτου και αναφέρει ότι «ενώ δεν μπορούμε να υπολογίσουμε επακριβώς τον διάμεσο μισθό το 2023 για να δούμε αν η αναλογία προς τον μέσο όρο έχει αυξηθεί ή μειωθεί, είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι εξακολουθούν να πληρώνονται πολύ κάτω από τον μέσο μισθό».