ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Παπακωνσταντίνου (Τράπεζα της Ελλάδος): Πλήρης ανάκαμψη του ελληνικού τραπεζικού τομέα – Χωρίς περιθώρια εφησυχασμού

Τρία μαθήματα από τη μεγάλη οικονομική κρίση που βίωσε η Ελλάδα

Τα τελευταία 15 χρόνια, τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά και ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ανακάμψει επιτυχώς, τόνισε σε συνέντευξή της η Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και αναπληρώτρια διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Δελτίο Εποπτείας ΕΚΤ.

TtE: 10 περιφέρειες με τα υψηλότερα έσοδα από τον τουρισμό [πίνακες]

Όπως σημείωσε η κ. Παπακωνσταντίνου, οι ελληνικές τράπεζες σήμερα έχουν γερές βάσεις σε όλους τους τομείς τραπεζικής δραστηριότητας και κινδύνου και μπορούν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία χάρη στις θετικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, στα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους και στην ανάκαμψη των επενδυτικών βαθμών. Ωστόσο, σημείωσε ότι δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός καθώς οι προκλήσεις παραμένουν σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο.

Τρία μαθήματα από την κρίση

Αναφερόμενη στη μεγάλη οικονομική κρίση που βίωνε η ​​Ελλάδα την εποχή που συντάσσονταν τα μνημόνια, επεσήμανε επίσης μια σειρά από διδάγματα από εκείνη την περίοδο:
Συγκεκριμένα είπε:

«Από εποπτική άποψη, τα σημαντικότερα συμπεράσματα είναι: α) η ανάγκης ύπαρξης ενός αποτελεσματικού πλαισίου διαχείρισης κρίσεων, β) η σημασία της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης με τη παραγωγή του τρίτου πυλώνα, του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων και γ) τη σημασία της προληπτικής και αποτελεσματικής μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας. Ο κοινός τους παρονομαστής είναι ότι χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι σε περιόδους ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών, θα πρέπει να προωθήσουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ενεργώντας προληπτικά για την επίτευξη των κοινών μας στόχων. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) είναι ένα εξαιρετικό παραδείγματα του τι μπορούμε να επιτύχουμε κάνοντας τολμηρά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση».

Μέρισμα από συστημικές τράπεζες

Για την καταβολή μερισμάτων από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, ο αντιδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τόνισε ότι «η απόφασης για το μέρισμα του 2024 αναμένεται να εκδοθεί τον Ιούνιο, περισσότερα από 10 χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης του ελληνικού δημοσίου χρέους». Η διανομή μερίσματος των τραπεζών είναι πιθανό να λάβει υπόψη τις αποφασιστικές και συνεχείς προσπάθειές τους να μειώσουν τον μεγάλο αριθμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων».

Όπως σημείωσε η κ. Παπακωνσταντίνου, «εκτός από την ενοποίηση των ισολογισμών τους, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν επίσης να αναπληρώσουν τα κεφαλαιακά αποθέματά τους μέσω αυξημένης κερδοφορίας και δραστηριοτήτων διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και πολύπλοκων τιτλοποιήσεων. Επιπλέον, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εκχώρησε επιτυχώς το σύνολο των συμμετοχών του σε τρεις από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες στο τέλος του 2023 και του 2024.

Φαίνεται λοιπόν ότι είναι και πάλι καιρός οι ελληνικές τράπεζες να μοιραστούν και πάλι κάποια από τα κέρδη τους με τους μετόχους, τόσο για να ανταμείψουν τους υπάρχοντες επενδυτές όσο και για να προσελκύσουν νέους».

Υψηλός βαθμός συγκέντρωσης

Στην ερώτηση αν η ελληνική τραπεζική αγοράστρια χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Τράπεζας της Ελλάδος απάντησε καταφατικά γιατί -όπως είπε- «τέσσερις σημαντικές τράπεζες κατέχουν το 96% του συνόλου του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα». , χαρακτήρισε το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα «τραπεζοκεντρικό» γιατί «ο τραπεζικός τομέας συσσωρεύει το 86% όλων των περιουσιακών στοιχείων του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα».

Πρόσθεσε ότι «οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα αμοιβαία κεφάλαια, οι επενδυτικές εταιρείες, τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρείες διαχείρισης δανείων και πιστώσεων κατέχουν μικρό ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού τομέα. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μια πιθανή αύξηση της δραστηριότητας εταιρειών fintech και άλλων μη τραπεζικών ιδρυμάτων θα είναι ευπρόσδεκτη, καθώς θα ενισχύσει την προσφοράς προϊόντων και θα παρέχει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, καθώς και επενδυτικές ευκαιρίες».

Η κα Παπακωνσταντίνου εστίασε επίσης στο γεγονός ότι «όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους πιστωτικής επέκτασης», τονίζοντας τα εξής:

«Τα επόμενα τρία χρόνια, η πίστωση στην οικονομία αναμένεται να υποστηριχθεί από διαθέσιμους πόρους μέσω του δανειοδοτικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και να ενισχυθεί με την {εφαρμογή} του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και με ευνοϊκές προοπτικές ανάπτυξης. Ωστόσο, η επιτάχυνση των πιστωτικών ροών προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων».