Η ανάπτυξη ιδεών της ελληνικής οικονομίας βασίστηκε κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι σταθερός, αλλά οι επιπτώσεις των διεθνών συνθηκών γίνονται πιο ορατές, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις και τις επιδόσεις του εξωτερικού τομέα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΚΕΠΕ που παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Economic Developments (Αρ. 54, Ιούνιος 2024) για το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και το πρώτο τρίμηνο του 2024, η ελληνική οικονομία παρουσίασε ρυθμό ανάπτυξης πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά κάτω από τις ευρύτερες προσδοκίες. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μειώθηκε στο 1,3% το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και αυξήθηκε στο 2,1% το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Ελληνική Οικονομία: Τι Βλέπουν 20 Οίκοι για το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό
Η ανάπτυξη ιδεών προήλθε κυρίως από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, υποστηριζόμενη από την αύξηση των εισοδημάτων, παρά την πίεση από την αύξηση των τιμών.
Οι εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ για το 2024 προβλέπουν ρυθμό ανάπτυξης 1,9%. Η κρίση αυτή είναι ελαφρώς χαμηλότερη από την προηγούμενη πρόβλεψή μας (2,2%) καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν χαμηλότεροι από τις προηγούμενες εκτιμήσεις, αλλά αυτό δεν επηρέασε σημαντικά τη συνολική πορεία της οικονομίας, όπως επισημαίνεται στο λογοτεχνία Περίληψη και Συμπεράσματα ΚΕΠΕ, ο Prof. Π. Λιαργκόβας. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Ακαδημαϊκός Διευθυντής του ΚΕΠΕ
Το 2024 ξεκίνησε θετικά για το ελληνικό χρηματιστήριο, σημειώνοντας αύξηση κεφαλαιοποίησης και αξίας συναλλαγών το πρώτο τρίμηνο. Αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος παρατηρήθηκε στην αγοράστρια κρατικών και εταιρικών ομολόγων, γεγονός που υπογράμμισε τον ρόλο των εταιρικών ομολόγων ως εναλλακτικής πηγής χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις. Οι θετικές επιπτώσεις της ανάκτησης της αξιολόγησης της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα αντικατοπτρίστηκαν στη συμπεριφορά των αγορών εν όψει της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ. Παρά τις θετικές προοπτικές, οι αγορές θα επηρεαστούν από την προοδευτικότητα της γεωπολιτικής κατάστασης και τον πληθωρισμό, ενώ στόχος παραμένει η αύξηση της αξιολόγησης από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης Moody’s και η επιστροφή του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ανεπτυγμένες αγορές.
Πληθωρισμός
Τα τελευταία νέα για τον πληθωρισμό είναι πολύ θετικά, όπως τονίζει το ΚΕΠΕ: ο πληθωρισμός υποχώρησε από 3,2% τον Απρίλιο στο 2,4% τον Μάιο. Η προοδευτικότητα αυτή ήταν αναμενόμενη, δεδομένου ότι οι τιμές έχουν ήδη ανέβει πολύ ψηλά. Πολλοί από τους αρχικούς παράγοντες που πυροδότησαν την έκρηξη του πληθωρισμού έχασαν την αρχική τους δύναμη και ο ρυθμός αύξησης των τιμών άρχισε να επιβραδύνεται. Ωστόσο, δεν αναμένεται να εξαφανιστούν ή να πάψουν να έχουν αντίκτυπο, καθώς ορισμένες από αυτές θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, όπως η κλιματική κρίση, που θα προκαλέσει ακραία καιρικά φαινόμενα με πλημμύρες, πυρκαγιές και καταστροφή αγροτικών προϊόντων. Το ίδιο συμβαίνει και με την ενέργεια. Μέχρι να στραφούμε πλήρως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα πληρώνουμε περισσότερα για το φυσικό αέριο. Η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή μας έχει το ίδιο {αποτέλεσμα}: μας αναγκάζει να ξοδεύουμε πολλά για αμυντικά τεθωρακισμένα. Ωστόσο, αυτό αυξάνει τη ζήτηση και, κατά συνέπεια, τις τιμές. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να αποδυναμωθεί. Το πιο σημαντικό όμως είναι να πετύχεις ακρίβεια, δηλαδή να ρίξεις τιμές.
Γιατί στην Ελλάδα πολλές τιμές είναι υψηλότερες από άλλες χώρες της Ε.Ε
Το ΚΕΠΕ διατυπώνει ένα κυρίαρχο ερώτημα για την ελληνική οικονομία: γιατί πολλές τιμές καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών στη χώρα μας είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ;
Παραδείγματα είναι τα είδη σούπερ μάρκετ, το γάλα, οι τηλεπικοινωνίες, οι τραπεζικές υπηρεσίες, οι μεταφορές κ.λπ. Φυσικά, υπάρχουν και εθνικοί διαρθρωτικοί παράγοντες που διατηρούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα και εμποδίζουν την πτώση τους.
Οι δύο κύριες συνέπειες της οικονομικής κρίσης είναι (α) το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων ή η συγχώνευσή τους με άλλες και η αύξηση της συγκέντρωσης (π.χ. σε τράπεζες, σούπερ μάρκετ, ιδιωτική υγειονομική περίθαλψη κ.λπ.) και (β) η αύξηση των έμμεσων φόρων. ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ΦΠΑ, τέλη κ.λπ.) .
Ως προς το πρώτο, η συγκέντρωση του κλάδου στα χέρια ενός πολύ μικρού αριθμού επιχειρήσεων, δηλαδή η παραγωγή ολιγοπωλίων, δεν είναι θετικό φαινόμενο για τους καταναλωτές. Τα ολιγοπώλια χαρακτηρίζονται από περιορισμένο ανταγωνισμό, εμπόδια εισόδου, ακαμψία τιμών, ασύμμετρη πληροφόρηση και «στρατηγική» συμπεριφορά των μελών τους για {διατήρηση} υψηλότερων τιμών και κερδών (άπληστος πληθωρισμός).
Δεύτερον, τα φορολογικά συστήματα των χωρών της ζώνης του ευρώ βασίζονται περισσότερο σε άμεσους φόρους και λιγότερο σε έμμεσους φόρους. Σε εμάς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Με άλλα λόγια, το φορολογικό μας σύστημα έχει τα χαρακτηριστικά μιας τριτοκοσμικής χώρας που αδυνατεί να φορολογήσει δίκαια με βάση την ικανότητα των φυσικών προσώπων να πληρώνουν φόρους.
Αγοράστρια εργασίας και μισθοί
Η ελληνική οικονομία και η εγχώρια αγοράστρια εργασίας αντιμετωπίζουν προκλήσεις και οι μισθοί παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Σε αυτή τη βάση, αξίζει να γίνουν πέντε παρατηρήσεις σχετικά με τα καθαρά κέρδη των νοικοκυριών από μισθωτή απασχόληση:
1. Τα κέρδη ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο του νοικοκυριού.
2. Οι μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια (2013-2023) με περίπου τον ίδιο ρυθμό για όλους τους τύπους νοικοκυριών.
3. Παρά την αύξηση των μισθών, η σύγκριση με τους μισθούς πριν από την κρίση, δηλαδή το 2009, είναι αποκαλυπτική και ταυτόχρονα καταθλιπτική.
4. Στην Ελλάδα, οι αποδοχές είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ των 27 για όλους τους τύπους νοικοκυριών και στις δύο χρονικές στιγμές (2013 και 2023). Στην πραγματικότητα, η διαφορά μεταξύ των τύπων νοικοκυριών δεν είναι η ίδια.
5. Τα τελευταία χρόνια, παρά τη βελτίωση της κατάστασης στην αγοράστρια εργασίας και τη συνακόλουθη αύξηση των μισθών, λόγω του χαμηλότερου ρυθμού αύξησης των μισθών από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ27 έχει διευρυνθεί.
Εργαζόμενοι φτωχοί
Μια εναλλακτική μέτρηση της φτώχειας (ο δείκτης σταθερού ορίου φτώχειας) δείχνει το μερίδιο των φτωχών εργαζομένων των οποίων το διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο από το 2009. Ο κύριος λόγος που οδηγεί στην ανάγκης για μια τέτοια διάκριση είναι ότι, επειδή το όριο της φτώχειας συνδέεται με το αντίστοιχο διάμεσο εισόδημα, σε περιόδους σημαντικής μείωσης του εισοδήματος, το όριο της φτώχειας μειώνεται εξίσου σημαντικά, υποτιμώντας το {επίπεδο} της εισοδηματικής φτώχειας. Έτσι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του εναλλακτικού ορισμού, το 2015 περίπου το 40% των εργαζομένων όλων των κατηγοριών ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας του 2009, ενώ μέχρι το 2022 ο αντίκτυπος της μακροχρόνιας ύφεσης της ελληνικής οικονομίας στα εισοδήματα των εργαζομένων δεν είχε ανακτήθηκε προ κρίσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ27, η Ελλάδα έχει βιώσει μια μακρά περίοδο περικοπών μισθών και στασιμότητας. Οι νέες θέσεις εργασίας αντιστοιχούν σε χαμηλότερους μισθούς και σχετικά μεγαλύτερες ώρες εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) θα ζει με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας του 2009 Το φαινόμενο των φτωχών εργαζομένων πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της αναπτυξιακής ατζέντας της χώρας. Η αύξηση της απασχόλησης μέσω της δημιουργίας καλά αμειβόμενων και υψηλής ποιότητας θέσεων εργασίας αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας.