ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Eurobank: Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία παρά τις προκλήσεις

Η χώρα επωφελείται σημαντικά από τις υποστηρικτικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που εφαρμόζουν το Ευρωσύστημα και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (REF).

Ο Όμιλος Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank, παρά τις προκλήσεις, βλέπει θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Το δελτίο της τράπεζας «7 Days Economy» επισημαίνει την ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από την Scope Ratings.

Συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται, η Scope Ratings στην τελευταία της {αξιολόγηση} επιβεβαίωσε τις θετικές προοπτικές για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, διατηρώντας αμετάβλητη την αξιολόγησή της στο BBB (επενδυτικός βαθμός), αντανακλώντας την ενισχυμένη θεσμική στήριξης από το Ευρωσύστημα και την ΕΕ. μείωση του δημόσιου χρέους και αποτελεσματική μείωση του κινδύνου του τραπεζικού τομέα.

Eurobank: Επιβραδύνθηκε ο ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας πενταμήνου

Η {αξιολόγηση} υπογράμμισε την πρόοδο της Ελλάδας στη βελτίωση των δημοσιονομικών και οικονομικών δεικτών παρά τις υπάρχουσες προκλήσεις, που σχετίζονται κυρίως με το υψηλό δημόσιο χρέος, τους πολιτικούς κινδύνους και τις ευπάθειες του τραπεζικού τομέα. Υπενθυμίζεται ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2023 οι Fitch, S&P, DBRS και Scope Ratings αναβάθμισαν την Ελλάδα σε BBB- (investment grade), επιβεβαιώνοντας τις σταθερές οικονομικές προοπτικές.

Με τη σειρά του, ο Moody’s διατήρησε την {αξιολόγηση} της Ελλάδας στο «Ba1» (ένα {επίπεδο} κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), δηλώνοντας ότι οι μελλοντικές αυξήσεις εξαρτώνται από τη συνεχιζόμενη συνετή οικονομική πολιτική, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τις μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος.

Διάγραμμα 1: Spread 10ετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων (%, ημερήσια στοιχεία, 01/01/2007–17/07/2024)

Το spread των 10ετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων (διάγραμμα 1) στις 19/07/2024 ήταν 0,94% (94 μονάδες βάσης) από 1,04% στο τέλος του 2023 και 2,05% στο τέλος του 2024. σημειώνεται ότι στο τέλος του 2022 η πιστοληπτική ικανότητα απείχε ακόμη πολύ από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ στο τέλος του 2023 η επενδυτική βαθμίδα ήταν ήδη γεγονός. Επομένως, η διαφορά μεταξύ των περιθωρίων Ελλάδας και Πορτογαλίας και Ελλάδας και Ιταλίας είναι σήμερα 0,38% και 0,33%, αντίστοιχα.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις αξιολογήσεις πεδίου εφαρμογής, οι κύριοι λόγοι για την παραπάνω {αξιολόγηση} είναι:

• Ενισχυμένη θεσμική στήριξης

Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα που αναφέρθηκαν είναι η αυξημένη στήριξης προς την Ελλάδα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ειδικά μετά την πανδημία του Covid-19. Η χώρα επωφελείται σημαντικά από τις υποστηρικτικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που εφαρμόζουν το Ευρωσύστημα και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (REF). Αυτή η αλλαγή είναι καθοριστική σε σύγκριση με την προηγούμενη εξαίρεση της Ελλάδας από τις νομισματικές ενέργειες της ΕΚΤ, ενισχύοντας σημαντικά τόσο την πρόσβαση στην αγοράστρια όσο και τη βιωσιμότητα του χρέους. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – που δημοσιεύτηκε μετά την {αξιολόγηση} του Scope Ratings – ο μηχανισμός δανεισμού TAA (συνολικό ποσό κεφαλαίων προς δανεισμό: 18,0 δισεκατομμύρια ευρώ) έχει απορροφηθεί έντονα από τον ιδιωτικό τομέα.

Μέχρι το τέλος Μαρτίου 2024, τα συμμετέχοντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν υπογράψει 280 δανειακές συμβάσεις με τελικούς δικαιούχους χρησιμοποιώντας τη δανειακή διευκόλυνση ΤΑΑ συνολικού ποσού 4,8 δισ. ευρώ Οι επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της δανειακής διευκόλυνσης ανήλθαν σε 11,0 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 42,7% χρηματοδοτήθηκε άμεσα. μέσω του μηχανισμού δανεισμού ΤΑΑ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο μηχανισμός δανειοδότησης TAA θα αυξήσει σημαντικά τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα έχει σωρευτικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ της τάξης του 5,3% έως το 2030.

• Δημοσιονομική δυναμική και μείωση του δημόσιου χρέους

Η Ελλάδα έχει παρουσιάσει σημαντική βελτίωση στη δημοσιονομική δυναμική. Από το 2020, η κυβέρνηση κατάφερε να μειώσει τον δείκτη του δημόσιου χρέους και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, τον υψηλό πληθωρισμό και τη συνεπή δημοσιονομική πολιτική, που οδηγεί σε μηδενικό πρωτογενές ισοζύγιο για το 2022 και πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2023 0,1% και 1,7% του ΑΕΠ, αντίστοιχα (αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα 2,3% και 2,4% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025) – μετά την πανδημία Covid19. Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάιος 2024), η Ελλάδα σημειώνει πρωτογενή πλεονάσματα από το 2014, εκτός από το 2015 και τα χρόνια της πανδημίας Covid19 (2020 και 2021). Επιπλέον, εκτός από τη μείωση του χρέους – από 207% το 2020 σε 161,9% του ΑΕΠ το 2023 (το χρέος αναμένεται να φτάσει το 153,9% και 149,3% του ΑΕΠ το 2024 και 2025, αντίστοιχα) – η οργάνωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, με χαμηλότερο μέσο επιτόκιο επιτόκια του υφιστάμενου χρέους.

• Εξέλιξη στην επίλυση προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα

Μέχρι στιγμής, έχει σημειωθεί σημαντική εξέλιξη στην επίλυση βασικών προβλημάτων του τραπεζικού τομέα. Σημειώθηκε σημαντική μείωση στον αριθμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε {επίπεδο} τραπεζικού συστήματος μειώθηκαν από 49,2% των συνολικών δανείων το δεύτερο τρίμηνο του 2017 σε 7,0% σε {επίπεδο} συστήματος το πρώτο τρίμηνο του 2024. Παρά Όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια και την ποιότητα των διαθέσιμων τραπεζικών κεφαλαίων. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για πλήρη έξοδο από τις συστημικές τράπεζες έως το τέλος του 2024 είναι ένα θετικό βήμα προς την ενίσχυση της σταθερότητας του κλάδου.
Σύμφωνα με την Scope Ratings, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής, η Ελλάδα αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις. Το δημόσιο χρέος παραμένει σε πολύ υψηλό {επίπεδο}, γεγονός που αντιπροσωπεύει σταθερό κίνδυνο. Η οργάνωση του χρέους της Ελλάδας σταδιακά αποδυναμώνεται
πλησιάζουμε στο 2032. Παράλληλα, τονίζεται η σημασία του πολιτικού κινδύνου (πιθανές αλλαγές στην οικονομική πολιτική μετά τις εκλογές και μεταπολίτευση). Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα και το μέτριο {δυναμικό} ανάπτυξης σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς κινδύνους παραμένουν μείζονες ανησυχίες.
Οι θετικοί παράγοντες της αλλαγής της βαθμολογίας περιλαμβάνουν περαιτέρω μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, περαιτέρω μείωση των κινδύνων του τραπεζικού τομέα και βελτιωμένες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, οι αρνητικοί παράγοντες μεταβολής της αξιολόγησης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αποδυνάμωση της στήριξης του Ευρωσυστήματος, τα εμπόδια στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους, την εντατικοποίηση των κινδύνων για τον τραπεζικό τομέα και την αποδυνάμωση της μακροοικονομικής σταθερότητας.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των οίκων αξιολόγησης, ο επόμενος γύρος αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας πρόκειται να ξεκινήσει το φθινόπωρο του 2024 (DBRS: 6 Σεπτεμβρίου, Moody’s: 13 Σεπτεμβρίου, S&P: 18 Οκτωβρίου, Fitch: 22 Νοεμβρίου). . Η απόκτηση επενδυτικής αξιολόγησης από τη Moody’s είναι αυτή τη στιγμή η βασική προϋπόθεση για περαιτέρω βελτίωση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από άλλα επιμελητήρια.
Η πρόσφατη εμπειρίας της Πορτογαλίας δείχνει ότι η {διατήρηση} της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η {εφαρμογή} διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας. Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, οι οίκοι αξιολόγησης αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη διαρκή χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την αποτελεσματική {διαχείριση}, στοιχεία που αυξάνουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και διευκολύνουν τη χρηματοδότηση.

2. Προκαταρκτικά στοιχεία για τη δημοσιονομική κατάσταση στο δεύτερο τρίμηνο του 2023

Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσίευσε το Υπουργείο Οικονομικών στις 15 Ιουλίου 2024, για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 (Ιανουάριος-Ιούνιος 2024), το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με την τροποποιημένη ταμειακή μέθοδο, παρουσίασε έλλειμμα ευρώ. 2,26 δισ., βελτιωμένος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δημοσιονομικό στόχο του 2024 για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 κατά 1,36 δισ. ευρώ, ή -37,5%.

Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο κατέγραψε πλεόνασμα 2,90 δισ. ευρώ έναντι του στόχου για 1,20 δισ. ευρώ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024, βελτίωση 1,70 δισ. ευρώ ή 40,0%. Η διαφορά αυτή, εκτός από τη μείωση των δαπανών κατά 2,65 δισ. ευρώ, ή -7,3% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δημοσιονομικό στόχο για το δεύτερο τρίμηνο του 2004, μπορεί εν μέρει να αποδοθεί σε: (α) έσοδα από τα Ταμεία Ανασυγκρότησης και Ανθεκτικότητας, τα οποία: Ωστόσο, έχουν αντίκτυπο στο δημοσιονομικό {αποτέλεσμα} σε δημοσιονομικούς όρους και β) φορολογικά έσοδα 0,65 δισ. ευρώ, που προήλθαν από το 2023 και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνονται στα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2024.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ EUROBANK

Διάγραμμα 2: Πραγματοποίηση κρατικού προϋπολογισμού: έσοδα, έξοδα, συνολικό και πρωτογενές ισοζύγιο προϋπολογισμού (δις ευρώ, 1ο τρίμηνο 2024, στόχοι και επιτεύγματα)

Τα συνολικά έσοδα έφτασαν τα 31,46 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 0,29 δισ. ευρώ, ή -0,9%, σε σύγκριση με τον στόχο του δεύτερου τριμήνου του 2024. Η μείωση των εσόδων δεν σχετίζεται με εισπράξεις φόρων (29,28 δισ. ευρώ, αύξηση 1,34 δισ. ή 4,8% έναντι του στόχου), αλλά με εποχικές καθυστερήσεις σε άλλες κατηγορίες είσπραξης φόρων από την κεντρική κυβέρνηση. Οι δαπάνες ανήλθαν σε 33,72 δισ. ευρώ, χαμηλότερες από τον στόχο για το ίδιο τρίμηνο κατά 2,65 δισ. ευρώ ή -7,3%.

Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 παρουσιάζει βελτίωση με μειωμένο έλλειμμα και αυξημένο πρωτογενές πλεόνασμα, πάνω από τους δημοσιονομικούς στόχους. Η μείωση των δαπανών και η αύξηση των φορολογικών εσόδων σίγουρα συνέβαλαν σε αυτό.

Βασικές μακροοικονομικές αξίες